separadamente: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀπόκριτος]], [[ἀπάτερθε]], [[ἐκκριδόν]], [[διαλελυμένως]], [[διάληψις]], [[διαστατός]], [[διακριδόν]], [[ἄνδιχα]], [[διαπεφορημένως]], [[διακεκομμένως]], [[διακαθίζω]], [[ἑκάς]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀναμέρος]], [[διῃρημένως]], [[διακεχωρισμένως]], [[διεζευγμένως]], [[διαστατικός]], [[διενηνεγμένως]], [[ἀμφίς]], [[διεσταλμένως]], [[διαμεμερισμένως]], [[ἀπεσχοινισμένως]], [[διακριτικός]], [[ἀπόλυτος]] | |sltx=[[ἀπόκριτος]], [[ἀπάτερθε]], [[ἐκκριδόν]], [[διαλελυμένως]], [[διάληψις]], [[διαστατῶς]] (see [[διαστατός]]), [[διακριδόν]], [[ἄνδιχα]], [[διαπεφορημένως]], [[διακεκομμένως]], [[διακαθίζω]], [[ἑκάς]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀναμέρος]], [[διῃρημένως]], [[διακεχωρισμένως]], [[διεζευγμένως]], [[διαστατικός]], [[διενηνεγμένως]], [[ἀμφίς]], [[διεσταλμένως]], [[διαμεμερισμένως]], [[ἀπεσχοινισμένως]], [[διακριτικός]], [[ἀπόλυτος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 30 June 2020
Spanish > Greek
ἀπόκριτος, ἀπάτερθε, ἐκκριδόν, διαλελυμένως, διάληψις, διαστατῶς (see διαστατός), διακριδόν, ἄνδιχα, διαπεφορημένως, διακεκομμένως, διακαθίζω, ἑκάς, ἀσύνθετος, ἀναμέρος, διῃρημένως, διακεχωρισμένως, διεζευγμένως, διαστατικός, διενηνεγμένως, ἀμφίς, διεσταλμένως, διαμεμερισμένως, ἀπεσχοινισμένως, διακριτικός, ἀπόλυτος