σίλουρος: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(eksahir) |
(37) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[siluro]] | |esgtx=[[siluro]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] ιχθύων του γλυκού νερού που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σιλουρίδες]] της τάξης σιλουροειδή ή σιλουρόμορφα, με αντιπροσωπευτικό το μεγαλόσωμο [[είδος]] Silurus glanis, γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[γουλιανός]], που απαντά στα ποτάμια και στις λίμνες της Ελλάδας<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], [[είδος]] ψαριών Parasilurus (Silurus) aristotelis, κν. ονομαζόμενο [[σήμερα]] [[γλανίδι]], συγγενικό με τον γουλιανό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιλ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>μελάν</i>-<i>ουρος</i>, <i>τράχ</i>-<i>ουρος</i>. Για το α' συνθετικό <i>σιλ</i>-, που παρουσιάζει δυσχέρειες, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι συνδέεται με το αμάρτυρο <i>σιλός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σίλλος]]), <b>πρβλ.</b> [[Σιληνός]], <i>σιληπορδῶ</i>. Η [[σύνδεση]] αυτή ενισχύεται και σημασιολογικά λόγω της ύπαρξης ενός μεγάλου οπίσθιου πτερυγίου στο [[ψάρι]] αυτό (<b>πρβλ.</b> [[σιλλέα]] «[[τρίχωμα]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a river fish, Lat.
A silurus; it was so large as to require to be drawn out by horses or oxen, Ael.NA14.25; prob. sheatfish, Silurus glanis, Diph.17.9, Diod.Com.2.36, Sopat.15, PCair.Zen.680.36 (iii B.C.), Gal.12.377; used in Magic, PMag.Osl. 1.362.
German (Pape)
[Seite 881] ὁ, ein Flußfisch, wahrscheinl. der Wels, lat. silurus; Sopat. bei Ath. VI, 230 e, Diod. Sinop. ib. 239 e u. Sp. Nach Ath. VII, 287 b ἀπὸ τοῦ σείειν συνεχῶς τὴν οὐράν, eigtl. σείουρος.
Greek (Liddell-Scott)
σίλουρος: [ῐ], ὁ, ποτάμιος ἰχθύς, Λατ. silurus· ἦτο τοσοῦτον μέγας ὥστε ἵπποι ἢ βόες ἔπρεπε νὰ σύρωσι αὐτὸν ἔξω, Αἰλ. π. Ζ. 14. 25· ― «μερσίνι» (;) Διόδωρ. ἐν «Ἐπικληρ.» 1. 36, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε, Ἰουβενάλ. 4. 33.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
silure, grand poisson de rivière.
Étymologie: DELG *σιλός et οὐρά.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
γένος ιχθύων του γλυκού νερού που ανήκει στην οικογένεια σιλουρίδες της τάξης σιλουροειδή ή σιλουρόμορφα, με αντιπροσωπευτικό το μεγαλόσωμο είδος Silurus glanis, γνωστό με την κοινή ονομασία γουλιανός, που απαντά στα ποτάμια και στις λίμνες της Ελλάδας
αρχ.
το γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, είδος ψαριών Parasilurus (Silurus) aristotelis, κν. ονομαζόμενο σήμερα γλανίδι, συγγενικό με τον γουλιανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιλ- + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. μελάν-ουρος, τράχ-ουρος. Για το α' συνθετικό σιλ-, που παρουσιάζει δυσχέρειες, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέεται με το αμάρτυρο σιλός (βλ. λ. σίλλος), πρβλ. Σιληνός, σιληπορδῶ. Η σύνδεση αυτή ενισχύεται και σημασιολογικά λόγω της ύπαρξης ενός μεγάλου οπίσθιου πτερυγίου στο ψάρι αυτό (πρβλ. σιλλέα «τρίχωμα»)].