ἄγγος: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(ab2) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Abbott | {{Abbott | ||
|astxt=[[ἄγγος]], -εος, τό, [in LXX for כְּלִי , כְּלוּב;] <br />a [[vessel]]: Mt 13:48. † | |astxt=[[ἄγγος]], -εος, τό, [in LXX for כְּלִי , כְּלוּב;] <br />a [[vessel]]: Mt 13:48. † | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄγγος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[αγγείο]] διαφόρων ειδών, [[κανάτα]] για το [[γάλα]] κ.λπ., σε Όμηρ.· [[κάδος]], ξυλοβάρελο για το [[τρύγημα]] των σταφυλιών, σε Ησίοδ.· [[υδρία]], [[κουβάς]], [[στάμνα]], [[κανάτι]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[κάσα]] ή [[κιβώτιο]] μέσα στο οποίο έβαζαν [[παιδιά]], σε Ηρόδ., Ευρ.· [[μπαούλο]] για ρούχα, σε Σοφ.· [[τεφροδόχος]] [[λάρνακα]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[κυψέλη]] κηρήθρας, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:10, 30 December 2018
English (LSJ)
εος, τό,
A vessel to hold liquids, e.g. wine, Od.16.13, cf. 2.289; milk, Il.16.643; vat for the vintage, Hes. Op.613; pitcher, Hdt. 5.12, E.El.55; bucket, pail, Hdt.4.62; wine-bowl, E.IT953,960. II for dry substances, cradle, Hdt.1.113, E.Ion32,1337; casket, S.Tr. 622;cinerary urn, Id.El.1118,1205; coffin, CIG3573 (Assos). III of parts of the body, e.g. womb, Hp.Epid.6.5.11, v. Gal. ad loc.; τρόφιμον ἄ. stomach, Tim.Pers.73. IV shell of the κάραβος, Opp. H.2.406. V cell of a honey-comb, AP9.226 (Zonas).
German (Pape)
[Seite 11] τό, Gefäß, bei Hom. zu Milch, Wein und Reisevorrathen, Iliad. 2, 471. 16, 643 Od. 9, 222. 248. 16, 13. 2, 289. Bei Soph. Trach. 619 eine Kiste zu Kleidern; El. 1107. 1196 die Todtenurne. Bei Opp. H. 2, 406 Schale des κάραβος. In Prosa viel seltener als ἀγγεῖον, z. B. Luc. Dea Syr. 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγγος: -εος, τό, ἀγγεῖον διαφόρων εἰδῶν, δοχεῖον οἴνου, Ὀδ. Π, 13, πρβλ. Β, 289· γάλακτος, Ἰλ. II. 643· πίθος ἢ κάδος διὰ τὸ πάτημα τῶν σταφυλῶν, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 611· ὑδρία, σταμνίον οἷον αἱ γυναῖκες ἔφερον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Ἡρόδ. 5. 12, πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱσ. 7. 12, Εὐρ. Ἠλ. 55· κάδος ἀνοικτός, ὑδρεῖον, ἄντλημα (κουβᾶς), Ἡρόδ. 4, 62· κοῖλον ἀγγεῖον, πλατὺ ποτήριον πρὸς πόσιν οἴνου κοιν. «τάσσι», Εὐρ. Ι. Τ. 953, 960. ΙΙ. ὡσαύτως διὰ στερεὰ πράγματα (ξηρά), κιβώτιον ἢ κίστη, ἔνθα ἐτίθεντο παιδία, Ἡρόδ. 1. 113, Εὐρ. Ἰων. 32, 1337· κιβώτιον ἐνδυμάτων, Σοφ. Τρ. 622· τεφροδόχος λάρναξ, αὐτόθ. 1118, 1205· νεκροθήκη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3573. ΙΙΙ. ἡ μήτρα, Ἱππ. Ἐπιδ. 5. σ. 1185, ὅρ. Γαλην. ἐν τόπῳ. IV. Τὸ ὄστρακον τοῦ καράβου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. V. ἡ κυψέλη τῆς κηρήθρας, Ἀνθ. Π. 9, 226. Πρβλ. ἀγγεῖον.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 vase;
2 urne funéraire;
3 corbeille où l’on exposait les enfants abandonnés;
4 coffre pour les vêtements.
Étymologie: DELG origine inconnue.
English (Autenrieth)
εος: pail or bowl, for milk, wine, etc., and for provisions, Od. 2.289.
English (Slater)
ἄγγος
1 jar, = ὑδρία. γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (i. e. εἰς Ἄργος) ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (τοῖς γὰρ ἀθληταῖς τοῖς τὰ Παναθήναια νενικηκόσι δίδοται ὑδρία ἐλαίου πλήρης. Σ.) (N. 10.36)
Spanish (DGE)
-εος, τό
I 1recipiente, vasija, vaso frec. para líquidos: leche Il.2.471, Od.9.222, 248, χρυσίον ἄ. Alcm.56.3, vino Od.16.13, διὲξ σωλῆνος ἐς ἄγγος Archil.14, cf. Hdt.5.12, E.El.55, IT 953, 960, Gp.7.22
•tinaja para almacenamiento indistintamente de grano, vino o pasas καὶ ἄγγεσιν ἄρσον ἅπαντα Od.2.289, ἐκ δ' ἀγγέων ἐλάσειας ἀράχνια, καί σε ἔολπα γηθήσειν βιότου αἱρεύμενον ἔνδον ἐόντος Hes.Op.475, εἰς ἄγγε' ἀφύσσαι δῶρα Διωνύσου Hes.Op.613, cf. h.Cer.170, βότρυας ἄγγεϊ κοίλῳ δέχνυτο Nonn.D.12.338, para bálsamo, Call.Fr.43.89, para paja y lana, Aen.Tact.29.6, 8
•ἄγγος οὐρηρόν orinal Philum.Ven.14.5.
2 urna cineraria S.El.1118
•sarcófago, IAssos 72.1 (imper.), ISelge 66.1 (III d.C.), σορίδιον ἄ. TAM 2.1164 (Olimpo III d.C.).
3 cofre, caja S.Tr.622, para guardar documentos judiciales, Arist.Fr.455
•cesta, cesto para exponer un niño, Hdt.1.113, E.Io 32, 1337, de pescado Eu.Matt.13.48.
4 panal de abejas μέλισσαι ... ἄγγεα κηρώσασθε AP 9.226 (Zon.), μέλισσα ... μυριότρητα κατ' ἄγγεα κηροδομοῦσα Ps.Phoc.174.
II fig., ref. a partes del cuerpo en los seres vivos
1 estómago τρόφιμον ἄ. Tim.15.63
•matriz Hp.Epid.6.5.11.
2 caparazón del κάραβος Opp.H.2.406.
3 cierta raíz Hsch. • DMic.: a-ke-a2.
• Etimología: De *ang-, cf. ai. aṅgam, ‘miembro’, aaa. ancha ‘nuca’; quizá de la misma raíz de ἄγχω c. otro alarg.
English (Abbott-Smith)
ἄγγος, -εος, τό, [in LXX for כְּלִי , כְּלוּב;]
a vessel: Mt 13:48. †
Greek Monotonic
ἄγγος: -εος, τό,
I. αγγείο διαφόρων ειδών, κανάτα για το γάλα κ.λπ., σε Όμηρ.· κάδος, ξυλοβάρελο για το τρύγημα των σταφυλιών, σε Ησίοδ.· υδρία, κουβάς, στάμνα, κανάτι, σε Ηρόδ., Αττ.
II. κάσα ή κιβώτιο μέσα στο οποίο έβαζαν παιδιά, σε Ηρόδ., Ευρ.· μπαούλο για ρούχα, σε Σοφ.· τεφροδόχος λάρνακα, στον ίδ.
III. κυψέλη κηρήθρας, σε Ανθ.