περισσότερος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(strοng)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=[[comparative]] of [[περισσός]]; [[more]] [[superabundant]] (in [[number]], [[degree]] or [[character]]): [[more]] [[abundant]], greater ([[much]]) [[more]], [[overmuch]].
|strgr=[[comparative]] of [[περισσός]]; [[more]] [[superabundant]] (in [[number]], [[degree]] or [[character]]): [[more]] [[abundant]], greater ([[much]]) [[more]], [[overmuch]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περισσότερος]], -έρα, -ον, ΝΜΑ και [[περσότερος]], -η, -ο, Ν<br />(συγκριτ. του [[περισσός]]) αυτός που ξεπερνά άλλον σε [[ποσότητα]], πολυπληθέστερος, πολυαριθμότερος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περισσοτέρως</i> Α<br />περισσότερο, πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτικού βαθμού -<i>τερος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

English (Strong)

comparative of περισσός; more superabundant (in number, degree or character): more abundant, greater (much) more, overmuch.

Greek Monolingual

-η, -ο / περισσότερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ και περσότερος, -η, -ο, Ν
(συγκριτ. του περισσός) αυτός που ξεπερνά άλλον σε ποσότητα, πολυπληθέστερος, πολυαριθμότερος.
επίρρ...
περισσοτέρως Α
περισσότερο, πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + κατάλ. συγκριτικού βαθμού -τερος].