προαιτιάομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(strοng) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[πρό]] and a derivative of [[αἰτία]]; to [[accuse]] [[already]], i.e. [[previously]] [[charge]]: [[prove]] [[before]]. | |strgr=from [[πρό]] and a derivative of [[αἰτία]]; to [[accuse]] [[already]], i.e. [[previously]] [[charge]]: [[prove]] [[before]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προαιτιάομαι:''' αποθ., [[επιρρίπτω]] ευθύνες ή κατηγορίες από [[πριν]], τινα [[εἶναι]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.
German (Pape)
[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.
English (Strong)
from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.
Greek Monotonic
προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη