βλέμμα: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(strοng) |
(T22) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[βλέπω]]; [[vision]] ([[properly]] [[concrete]]; by [[implication]], [[abstract]]): [[seeing]]. | |strgr=from [[βλέπω]]; [[vision]] ([[properly]] [[concrete]]; by [[implication]], [[abstract]]): [[seeing]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=βλεμματος, τό ([[βλέπω]]); "a [[look]], [[glance]]: βλέμματι καί [[ἀκοή]], in [[seeing]] and [[hearing]]," [[Euripides]], [[Aristophanes]], [[Demosthenes]], [[Plutarch]], others.) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:07, 28 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A look, glance, E.HF306, Ar.Pl.1022, D.21.72, Antiph.235, 2 Ep.Pet.2.8, POxy.471.60 (ii A. D.); eyesight, AP9.159; βλεμμάτων βολή A.Fr.242.
German (Pape)
[Seite 448] τό, der Blick, Anblick, Eur. Herc. fur. 306; μαλακόν Ar. Plut. 1022; vgl. 367; Dem. 21, 72; Sp.; βλέμματα, die Augen, Aesch. frg. 224; Antiphan. Ath. II, 38 b.
Greek (Liddell-Scott)
βλέμμα: τό, (βλέπω) = κύτταγμα, «ματιά», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 306. Ἀριστοφ. Πλ. 1022, Δημ., κτλ.· αὐτὸς ὁ ὀφθαλμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
regard.
Étymologie: βλέπω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1mirada βλεμμάτων ῥέπει βολή A.Fr.242, οὐδὲ τὸ β. αὐτὸ κατὰ χώραν ἔχει Ar.Pl.367, οὐδ' ἂν ἀπαγγεῖλαι δύναιθ' ἑτέρῳ, τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ D.21.72, ἀμφότερα μηνύει γὰρ ἀπὸ τῶν βλεμμάτων Antiph.232.4, cf. Arist.Pr.958a18, βλέμματι γὰρ καὶ ἀκοῇ ὁ δίκαιος ἐγκατοικῶν ἐν αὐτοῖς 2Ep.Petr.2.8, cf. Philostr.VS 491, τὸ β. καὶ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου Gal.14.632, β. μόνον ἤρκεσε τηρουμένης παρθένου Ach.Tat.1.9.3, τὸ β. οὐ μετατρεπόμενον D.Chr.1.71, cf. 79, ἦν σφόδρα βουλομένης τὸ β. Aristaenet.1.16.26, 2.5.4, μή σου τὸ β. ἁμαρτανέτω Cyr.H.Procatech.8, cf. Gel.Cyz.HE 2.19.20, ῥεμβῶδες Plu.2.45d, cf. 680e, 780a, ἄθυμον X.Eph.1.5.2, cf. 13.3, περίπικρον Herm.Sim.6.2.5, τετραμμένον εἰς γῆν Clem.Al.Fr.44.
2 sentido de la vista τὰ τοῦ σώματος αἰσθητήρια, β., ἀκοή, καὶ τὰ ἄλλα Epiph.Const.Haer.9.4.11
•ojo λέγω δὲ τά τε χρώματα, ῥάμφη, ὄνυχας, βλέμματα ... καὶ τὰ λοιπὰ πάντα Hom.Clem.3.34, γλυκεροῦ βλέμματος ὀρφανίσας AP 9.159
•fig. de la mente ὡς ἀγαθὸς πύκτης, ἀμετεώριστον ἔχει τὸ τῆς ψυχῆς β. Basil.M.31.208A, τοῦ φρονήματος τὸ β. Mac.Magn.Apocr.2.21 (p.44), τῷ τῆς διανοίας βλέμματι Gel.Cyz.HE 2.19.22.
II aspecto ἓν ἦμαρ ἡδὺ βλέμμ' ἔχειν μόνον E.HF 306, τὸ β. θ' ὡς ἔχοιμι μαλακὸν καὶ καλόν Ar.Pl.1022, cf. Philetaer.5, τοῦ Πολέμου τοῦ βλέμματος Ar.Pax 239, κακοῦργος εὐθὺς ἀπὸ τοῦ βλέμματος Men.Dysc.258, β. ... θαυμάζοντες αὐτοῦ Plu.2.84e, cf. Gal.17(2).146, Philostr.VA 3.36, Aristaenet.1.13.33, ἀναίσχυντον POxy.471.60 (II d.C.), πρὸς τὸ σύνηθες β. ἀποκαθιστάμενος Hld.1.3.6.
English (Abbott-Smith)
- βλέμμα, -τος, τό (< βλέπω),
a look, a glance: βλέμματι καὶ ἀκοῇ, II Pe 2:8, sight and hearing, a sense not found for β. in Gk. lit., but perh. recognized in the vernacular (ICC, in l.)†
English (Strong)
from βλέπω; vision (properly concrete; by implication, abstract): seeing.
English (Thayer)
βλεμματος, τό (βλέπω); "a look, glance: βλέμματι καί ἀκοή, in seeing and hearing," Euripides, Aristophanes, Demosthenes, Plutarch, others.)