πόρνη: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(T21)
(33)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[πόρνης]], ἡ (from [[περάω]], [[πέρνημι]], to [[sell]]; [[Curtius]], § 358), [[properly]] a [[woman]] [[who]] sells her [[body]] for [[sexual]] uses (cf. [[Xenophon]], mem. 1,6, 13), the Sept. for זונָה;<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], a [[prostitute]], a [[harlot]], [[one]] [[who]] yields herself to [[defilement]] for the [[sake]] of [[gain]] ([[Aristophanes]], [[Demosthenes]], others); in the N. T. [[universally]], [[any]] [[woman]] indulging in [[unlawful]] [[sexual]] [[intercourse]], [[whether]] for [[gain]] or for [[lust]]: [[πορνεία]], b. and [[πορνεύω]], 3), [[metaphorically]], an idolatress; so of '[[Babylon]]' i. e. [[Rome]], the [[chief]] [[seat]] of idolatry: Revelation 19:2.
|txtha=[[πόρνης]], ἡ (from [[περάω]], [[πέρνημι]], to [[sell]]; [[Curtius]], § 358), [[properly]] a [[woman]] [[who]] sells her [[body]] for [[sexual]] uses (cf. [[Xenophon]], mem. 1,6, 13), the Sept. for זונָה;<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], a [[prostitute]], a [[harlot]], [[one]] [[who]] yields herself to [[defilement]] for the [[sake]] of [[gain]] ([[Aristophanes]], [[Demosthenes]], others); in the N. T. [[universally]], [[any]] [[woman]] indulging in [[unlawful]] [[sexual]] [[intercourse]], [[whether]] for [[gain]] or for [[lust]]: [[πορνεία]], b. and [[πορνεύω]], 3), [[metaphorically]], an idolatress; so of '[[Babylon]]' i. e. [[Rome]], the [[chief]] [[seat]] of idolatry: Revelation 19:2.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[γυναίκα]] που προσφέρει σε άνδρες το [[σώμα]] της για σαρκική [[ηδονή]] [[έναντι]] χρηματικής αμοιβής, [[ιερόδουλος]], [[εταίρα]], [[πουτάνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Η λ. <i>πόρ</i>-<i>νη</i> παράγεται από θ. <i>πορ</i>- του ρ. [[πέρνημι]] «[[πουλώ]]» (με ανώμαλο φωνηεντισμό -<i>ο</i>-), το οποίο πιθ. μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- όπως στον αιολ. τ. <i>πορνάμεν</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πέρνημι]]). Η λ. [[πόρνη]] [[πρέπει]] [[μάλλον]] να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο ρημ. επίθ. με [[επίθημα]] -<i>n</i><i>ā</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίχ</i>-<i>νο</i>-<i>ς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]) και αρχική σημ. «[[γυναίκα]] πουλημένη σε [[ξένη]] [[χώρα]]». Η λ. στη [[συνέχεια]] εξελίχθηκε στη σημ. «[[γυναίκα]] που πουλά, που προσφέρει το [[σώμα]] της σε άνδρες με χρηματική [[αμοιβή]]». Η [[άποψη]] ότι η λ. [[πόρνη]] [[είναι]] όνομα του τύπου τών [[ποινή]], [[φερνή]] με σημ. «[[πώληση]]» — και όχι επίθ. — δεν θεωρείται πιθ. [[κυρίως]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Για τη [[διαφορά]] της σημ. [[ανάμεσα]] στη λ. [[πόρνη]] και τις λ. [[εταίρα]] και [[παλλακή]], <b>βλ. λ.</b> [[παλλακή]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρνη Medium diacritics: πόρνη Low diacritics: πόρνη Capitals: ΠΟΡΝΗ
Transliteration A: pórnē Transliteration B: pornē Transliteration C: porni Beta Code: po/rnh

English (LSJ)

ἡ,

   A harlot, prostitute, Archil.142, Ar.Ach.527, etc. (Prob.from πέρνημι, because Greek prostitutes were commonly bought slaves.)

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Hure, feile Dirne, fem. von πόρνος; Archil. 26; Ar. Ach. 1056 Plut. 243 u. öfter; Ath. oft; ἄνθρωπος, Lys. 4, 9; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πόρνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀρχίλ. 131, Ἀριστοφ. Ἀχ. 527, κ. ἀλλ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ περνάω, ἐπειδὴ αἱ παρ’ Ἕλλησι πόρναι συνήθως ἦσαν ὤνιαι δοῦλαι).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
femme de mauvaise vie, prostituée.
Étymologie: πέρνημι.

English (Strong)

feminine of πόρνος; a strumpet; figuratively, an idolater: harlot, whore.

English (Thayer)

πόρνης, ἡ (from περάω, πέρνημι, to sell; Curtius, § 358), properly a woman who sells her body for sexual uses (cf. Xenophon, mem. 1,6, 13), the Sept. for זונָה;
1. properly, a prostitute, a harlot, one who yields herself to defilement for the sake of gain (Aristophanes, Demosthenes, others); in the N. T. universally, any woman indulging in unlawful sexual intercourse, whether for gain or for lust: πορνεία, b. and πορνεύω, 3), metaphorically, an idolatress; so of 'Babylon' i. e. Rome, the chief seat of idolatry: Revelation 19:2.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ-νη παράγεται από θ. πορ- του ρ. πέρνημι «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό -ο-), το οποίο πιθ. μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας με φωνήεν -ο- όπως στον αιολ. τ. πορνάμεν (βλ. λ. πέρνημι). Η λ. πόρνη πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο ρημ. επίθ. με επίθημα -nā (πρβλ. λίχ-νο-ς < λείχω) και αρχική σημ. «γυναίκα πουλημένη σε ξένη χώρα». Η λ. στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σημ. «γυναίκα που πουλά, που προσφέρει το σώμα της σε άνδρες με χρηματική αμοιβή». Η άποψη ότι η λ. πόρνη είναι όνομα του τύπου τών ποινή, φερνή με σημ. «πώληση» — και όχι επίθ. — δεν θεωρείται πιθ. κυρίως από σημασιολογική άποψη. Για τη διαφορά της σημ. ανάμεσα στη λ. πόρνη και τις λ. εταίρα και παλλακή, βλ. λ. παλλακή.