ἀναμιμνῄσκω: Difference between revisions
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
(T21) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[future]] [[ἀναμνήσω]] (from the [[form]] μνάω); [[passive]] ([[present]] ἀναμιμνήσκομαι); 1st aorist ἀνεμνήσθην; (from [[Homer]] [[down]]); to [[call]] to [[remembrance]], to [[remind]]: τινα τί [[one]] of a [[thing]] (Winer's Grammar, § 32,4a.), to [[admonish]], τινα followed by an infinitive, to [[recall]] to [[one]]'s [[own]] [[mind]], to [[remember]]; [[absolutely]]: τί, L T Tr WH; contextually, to ([[remember]] and) [[weigh]] [[well]], [[consider]]: Winer s Grammar, § 30,10c.; (Buttmann, § 132,14); Matt. ii., p. 820f (Compare: [[ἐπαναμιμνῄσκω]]. Synonym: [[see]] [[ἀνάμνησις]] at the [[end]].) | |txtha=[[future]] [[ἀναμνήσω]] (from the [[form]] μνάω); [[passive]] ([[present]] ἀναμιμνήσκομαι); 1st aorist ἀνεμνήσθην; (from [[Homer]] [[down]]); to [[call]] to [[remembrance]], to [[remind]]: τινα τί [[one]] of a [[thing]] (Winer's Grammar, § 32,4a.), to [[admonish]], τινα followed by an infinitive, to [[recall]] to [[one]]'s [[own]] [[mind]], to [[remember]]; [[absolutely]]: τί, L T Tr WH; contextually, to ([[remember]] and) [[weigh]] [[well]], [[consider]]: Winer s Grammar, § 30,10c.; (Buttmann, § 132,14); Matt. ii., p. 820f (Compare: [[ἐπαναμιμνῄσκω]]. Synonym: [[see]] [[ἀνάμνησις]] at the [[end]].) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναμιμνῄσκω:''' μέλ. <i>-μνήσω</i>, ποιητ. ἀμμνήσω,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θυμίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον, με [[διπλή]] αιτ.· <i>ταῦτά μ' ἀνέμνησας</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ., <i>ἀν. τινά τινος</i>, σε Ευρ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[θυμίζω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]], [[μνημονεύω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., [[ενθυμούμαι]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πιο σπάνια, <i>τι</i>, σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[περί]] τι, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:01, 30 December 2018
French (Bailly abrégé)
f. ἀναμνήσω, ao. ἀνέμνησα, ao. Pass. ἀνεμνήσθην;
faire ressouvenir : τινά τι, τινά τινος qqn de qch ; ἀν. τι rappeler le souvenir de qch ; Pass. ἀναμιμνῄσκεσθαι rappeler à son esprit le souvenir de, se ressouvenir : τινος, τι de qch ; ἀναμνησθέντας οἷα ἐπάσχετε HDT vous étant souvenus de ce que vous aviez souffert ; ἀν. ὅτι se ressouvenir que ; ἀετὸν ἀνεμιμνῄσκετο ἑαυτῷ δεξιὸν φθεγγόμενον XÉN il se ressouvenait qu’un aigle avait jeté un cri à sa droite.
Étymologie: ἀνά, μιμνῄσκω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμμιμνῄσκω Emp.B 64
• Morfología: [poét. fut. ἀμνάσει Pi.P.4.54, aor. opt. ἀμνάσειεν Pi.P.1.47; lesb. ὀμ-: aor. ind. ὀ] νέμναι[σ' Sapph.16.15, inf. ὄμναισαι Sapph.94.10, pas. ὀμνάσθειν Theoc.29.26]
I v. act.
1 rememorar, hacer recordar c. dos ac., cosa y pers. ταῦτά μ' ἀνέμνησας Od.3.211, σφέας τὸ χρηστήριον Hdt.6.140
•c. ac. de pers. μῶν ... σ' ἀνέμνησεν κακά; E.El.504, ξυμμαχίαν ... τοὺς Ἀθηναίους Th.6.6, ὑμᾶς ... τὰς ὁδούς 1Ep.Cor.4.17, σ' ἔγω θέλω ὄμναισαι ... Sapph.94.10, ἀγνῶτ' ἀναμνήσω νιν S.OT 1133
•c. gen. de cosa o pers. y ac. de pers. με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ] νέμναι[σ' οὐ] παρεοίσας Sapph.16.15, μή μ' ἀναμνήσῃς κακῶν E.Alc.1045, πράξεως αὐτούς Plb.2.22.3, πράξεων ... τοὺς ὄχλους Plb.3.44.10, αὐτοὺς τῆς ... διαιρέσεως Plu.2.720a, Κλυμένης ... πρόμον ἄστρων Nonn.D.42.49, c. ac. implícito καλῶν δ' ἀνέμνασεν B.2.6
•c. ac. pers. e inf. τὸν ... Φοῖβος ἀμνάσει ... ἀγαγέν Febo le recordará que conduzca Pi.P.4.54
•c. otras complet. recordar ἦ κεν ἀμνάσειεν οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις ... παρέμειν' Pi.P.1.47, ὑμᾶς ὅτι Th.2.89, ἠνέμνησεν ὅτι ἀνεπιστήμων ἐστί recordó que era un ignorante Demetr.Eloc.297, ἀ. ὡς X.HG 6.5.33, D.18.17
•abs. Emp.l.c.
2 c. ac. de cosa recordar, mencionar, citar τὴν ποινήν Antipho 2.4.11, πάνθ' ὅσα ... D.18.213.
3 subst. ὁ ἀναμιμνῄσκων el recordador o canciller del rey LXX 2Re.20.24.
II en v. med.
1 recordar, acordarse de c. gen. ὅταν τευ ἀναμνησθῇ Democr.B 174, τοῦ χρησμοῦ Hdt.2.151, ἔπους Th.2.54, ἐμαυτοῦ Pl.Mx.235c, τῶν νόμων Is.4.31, τῶν νοσημάτων Gal.17(2).423
•c. relat. ἀ. οἶα ἐπάσχετε Hdt.5.109
•c. complet. ὀμνάσθην ὅτι Theoc.29.26, cf. Isoc.6.52, c. interr. indir. δεόμεθα ... ὑμῶν ... ἀναμνησθῆναι εἰ λέγομεν ἀληθῆ os pedimos que hagáis memoria de si estamos diciendo la verdad Is.5.20
•abs. Hdt.3.51, Ar.Ec.552, Plu.2.130e.
2 ref. a la teoría de la reminiscencia o anámnesis (esp. en Pl.) acordarse por reminiscencia de otra vida anterior, c. gen. τοῦ ἀληθοῦς Pl.Phdr.249d, τῆς πρώτης οἰκήσεως Pl.R.516c
•ἅ γε καὶ πρότερον ἠπίστατο Pl.Men.81c
•abs. ἢ ἀναμιμνῃσκόμενος ἢ μανθάνων Pl.Men.82b, ἐπιστήμην ἀναλαμβάνειν ..., τοῦτο δέ που ἀναμιμνῄσκεσθαι λέγοντες ὀρθῶς ἂν λέγοιμεν; Pl.Phd.75e
•tb. ref. a un largo lapso de tiempo μνήμης ... πολλὰ κοινωνεῖ, ἀναμιμνῄσκεσθαι δ' οὐδὲν ἄλλο δύναται πλὴν ἄνθρωπος muchos (animales) participan de la facultad de la memoria, pero ningún animal puede rememorar (como ejercicio consciente) excepto el hombre Arist.HA 488b26, cf. Mem.453a9, op. λῆψις μνήμης recuerdo inmediato de experiencias Arist.Mem.451b4.
English (Thayer)
future ἀναμνήσω (from the form μνάω); passive (present ἀναμιμνήσκομαι); 1st aorist ἀνεμνήσθην; (from Homer down); to call to remembrance, to remind: τινα τί one of a thing (Winer's Grammar, § 32,4a.), to admonish, τινα followed by an infinitive, to recall to one's own mind, to remember; absolutely: τί, L T Tr WH; contextually, to (remember and) weigh well, consider: Winer s Grammar, § 30,10c.; (Buttmann, § 132,14); Matt. ii., p. 820f (Compare: ἐπαναμιμνῄσκω. Synonym: see ἀνάμνησις at the end.)
Greek Monotonic
ἀναμιμνῄσκω: μέλ. -μνήσω, ποιητ. ἀμμνήσω,
I. 1. θυμίζω κάτι σε κάποιον, με διπλή αιτ.· ταῦτά μ' ἀνέμνησας, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ., ἀν. τινά τινος, σε Ευρ.· με αιτ. προσ. και απαρ., θυμίζω σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Πίνδ.
2. με αιτ. πράγμ., ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, σε Δημ.
II. στην Παθ., ενθυμούμαι, τινός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πιο σπάνια, τι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· περί τι, σε Πλάτ.