μεμψίμοιρος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(T22) |
(24) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μεμψιμοιρον ([[μέμφομαι]], and [[μοῖρα]] [[fate]], [[lot]]), [[complaining]] of [[one]]'s [[lot]], [[querulous]], [[discontented]]: Isocrates, p. 234c. (p. 387, Lange edition); [[Aristotle]], h. a. 9,1 (p. 608b, 10); Theophrastus, [[char]]. 17,1; Lucian, [[dial]]. deor. 20,4; [[Plutarch]], de ira cohib. c. 13.) | |txtha=μεμψιμοιρον ([[μέμφομαι]], and [[μοῖρα]] [[fate]], [[lot]]), [[complaining]] of [[one]]'s [[lot]], [[querulous]], [[discontented]]: Isocrates, p. 234c. (p. 387, Lange edition); [[Aristotle]], h. a. 9,1 (p. 608b, 10); Theophrastus, [[char]]. 17,1; Lucian, [[dial]]. deor. 20,4; [[Plutarch]], de ira cohib. c. 13.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεμψίμοιρος]], -ον)<br />αυτός που παραπονείται [[κατά]] της μοίρας του, [[παραπονιάρης]], [[γκρινιάρης]] («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεμψίμοιρον</i><br />η [[μεμψιμοιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέμφις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακόμοιρος]], σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A faultfinding, criticizing, querulous, Isoc. 12.8, Thphr.Char.17.2, Phld.Lib.p.42 O., Ep.Jud.16, Luc.Tim.13, etc.; τὸ μ. Plu.2.50b: Comp., γυνὴ ἀνδρὸς -ότερον Arist.HA608b10.
German (Pape)
[Seite 130] der über sein Schicksal klagt, mit seinem Loose nicht zufrieden ist, der immer klagt, verdrießlich ist; vom Alter Isocr. 12, 8 δυσάρεστον, μικρολόγον, μεμψίμοιρον, ὥςτε πολλάκις ἤδη τὴν φύσιν τὴν ἐμαυτοῦ κατεμεμψάμην; Sp. oft, wie Luc. bis accus. 2 Tim. 13. Eine Comödie des Antidotus hieß ἡ μ., Ath. XIV, 656 e. – Adv., Poll. 3, 139.
Greek (Liddell-Scott)
μεμψίμοιρος: -ον, ὁ μεμφόμενος τὴν μοῖράν του, «παραπονιάρης», Ἰσοκρ. 234C, Λουκ. Τίμ. 13, κτλ.· συγκρ. -ότερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεμψίμοιρος· μεμφόμενος τὸ ἀγαθόν· ἢ φιλεγκλήμων, ἢ φιλαίτιος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se plaint de son sort.
Étymologie: μέμφομαι, μοῖρα.
English (Strong)
from a presumed derivative of μέμφομαι and moira (fate; akin to the base of μέρος); blaming fate, i.e. querulous (discontented): complainer.
English (Thayer)
μεμψιμοιρον (μέμφομαι, and μοῖρα fate, lot), complaining of one's lot, querulous, discontented: Isocrates, p. 234c. (p. 387, Lange edition); Aristotle, h. a. 9,1 (p. 608b, 10); Theophrastus, char. 17,1; Lucian, dial. deor. 20,4; Plutarch, de ira cohib. c. 13.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεμψίμοιρος, -ον)
αυτός που παραπονείται κατά της μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον
η μεμψιμοιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι- (< μέμφομαι, πρβλ. μέμφις) + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακόμοιρος, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].