περικυκλόω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(T22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=περικύκλῳ: [[future]] περικυκλώσω; to [[encircle]], [[compass]] [[about]]: of a [[city]] (besieged), [[Aristophanes]] av. 346; [[Xenophon]], an. 6,1 (3), 11; [[Aristotle]], h. a. 4,8 (p. 533{b}, 11); Lucian, others; the Sept. for סָבַב.) | |txtha=περικύκλῳ: [[future]] περικυκλώσω; to [[encircle]], [[compass]] [[about]]: of a [[city]] (besieged), [[Aristophanes]] av. 346; [[Xenophon]], an. 6,1 (3), 11; [[Aristotle]], h. a. 4,8 (p. 533{b}, 11); Lucian, others; the Sept. for סָבַב.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περικυκλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]]· [[συνήθως]] στη Μέσ., [[περικυκλώνω]] τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[περιέρχομαι]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A encircle, encompass, Arist.HA533b11, LXX Ge.19.4, PLond.2.681.9 (iv A.D.), etc.:—more freq. in Med., surround an enemy, Hdt.8.78, X.An.6.3.11, etc.; in tmesi, Ar.Av.346. II intr., go round, Luc.Ocyp.63.
German (Pape)
[Seite 581] umkreisen, im Kreise umgeben, umzingeln, gew. im med.; Ar. Av. 346; Xen. An. 6, 1, 11; Sp., z. B. Luc. Philopatr. 23.
Greek (Liddell-Scott)
περικυκλόω: ὡς καὶ νῦν περικυκλώνω, ὅταν γὰρ ἀθρόως περικυκλώσωσι (τοὺς δελφῖνας) τοῖς μονοξύλοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 11· φλοιὸν τὸν περικυκλοῦντα τὸν καρπὸν, τὸν περιβάλλοντα, ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 1. 3, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΘ΄, 4, κτλ.)· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, περικυκλώνω ἐχθρόν, Ἡρόδ. 8. 78, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 3, 11, κτλ.· ἐν τμήσει, Ἀριστοφ. Ὄρν. 346. ΙΙ. ἀμεταβ., περιέρχομαι, Λουκ. Ὠκύπ. 63.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aller autour;
Moy. περικυκλόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: περί, κυκλόω.
English (Strong)
from περί and κυκλόω; to encircle all around, i.e. blockade completely: compass round.
English (Thayer)
περικύκλῳ: future περικυκλώσω; to encircle, compass about: of a city (besieged), Aristophanes av. 346; Xenophon, an. 6,1 (3), 11; Aristotle, h. a. 4,8 (p. 533{b}, 11); Lucian, others; the Sept. for סָבַב.)
Greek Monotonic
περικυκλόω: μέλ. -ώσω,
I. περικυκλώνω, περικλείω· συνήθως στη Μέσ., περικυκλώνω τον εχθρό, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. αμτβ., περιέρχομαι, σε Λουκ.