γνώστης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(T22)
(8)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=γνωστου, ὁ (a knower), an [[expert]]; a connoisseur: [[Plutarch]], Flam c. 4; Θεός ὁ [[τῶν]] κρύπτων [[γνώστης]], Hist. Susanna , [[verse]] 42; of those [[who]] [[divine]] the [[future]], 1 Samuel 28:3,9, etc.)  
|txtha=γνωστου, ὁ (a knower), an [[expert]]; a connoisseur: [[Plutarch]], Flam c. 4; Θεός ὁ [[τῶν]] κρύπτων [[γνώστης]], Hist. Susanna , [[verse]] 42; of those [[who]] [[divine]] the [[future]], 1 Samuel 28:3,9, etc.)  
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γνώστης]])<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει καλά [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]], [[συνετός]]<br /><b>3.</b> [[προφήτης]], [[μάντης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γνωστήρ]], [[εγγυητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γνωστεύω]], [[γνωστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναγνώστης]], [[καρδιογνώστης]], [[προγνώστης]], [[φιλαναγνώστης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαγνώστης]], [[υπαναγνώστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>Αθηνογνώστης</i>, [[ανθρωπογνώστης]], [[αρχαιογνώστης]], [[βιβλιογνώστης]], [[γεωγνώστης]], <i>γραφογνώστης</i>, <i>εδαφογνώστης</i>, <i>θαλασσογνώστης</i>, <i>κειμενογνώστης</i>, <i>κοσμογνώστης</i>, [[ορυκτογνώστης]], [[παντογνώστης]], [[φαρμακογνώστης]], [[φυσιογνώστης]]].
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνώστης Medium diacritics: γνώστης Low diacritics: γνώστης Capitals: ΓΝΩΣΤΗΣ
Transliteration A: gnṓstēs Transliteration B: gnōstēs Transliteration C: gnostis Beta Code: gnw/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one that knows, τῶν ἐθῶν Act.Ap.26.3; τοῦ εὐαγγελίου Sammelb.421.1 (iii A. D.): esp.one who knows the future, diviner, LXX 1 Ki.28.3.    II = γνωστήρ, surety, γ. τῆς πίστεως Plu.Flam.4; expert witness or valuer, PLips.106.10 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 499] ὁ, dasselbe; πίστεως παρέχεσθαι καὶ βεβαιωτήν Plut. Flam. 4; übh. der Kenner, N. T.; vgl. Möris p. 116.

Greek (Liddell-Scott)

γνώστης: -ου, ὁ, ὁ γιγνώσκων, τῶν ἐθῶν Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 3· ἰδίως ὁ γιγνώσκων τὸ μέλλον, προφήτης, μάντις, Ἑβδ. (1 Βασιλ. κη΄ , 3). ΙΙ. = γνωστήρ, ἐγγυητής, βεβαιωτής, Πλούτ. Φλαμ. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
répondant, garant.
Étymologie: γιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ου
I 1garante τῆς πίστεως Plu.Flam.4.
2 conocedor, sabedor πάντων τῶν κατὰ Ἰουδαίους ἐθῶν Act.Ap.26.3, τοῦ εὐαγγελίου SB 421.1 (III d.C.)
en lit. jud. crist. de Dios τῶν κρυπτῶν γ. conocedor de lo oculto, A.Xanthipp.28, cf. Orac.Sib.Fr.1.4, Dion.Ar.DN 1.6.
II subst. sabio, vate, adivino LXX 1Re.28.3, τοὺς γνώστας μάντεις ἐκάλουν Thdt.Qu.in 4Re.32.

English (Strong)

from γινώσκω; a knower: expert.

English (Thayer)

γνωστου, ὁ (a knower), an expert; a connoisseur: Plutarch, Flam c. 4; Θεός ὁ τῶν κρύπτων γνώστης, Hist. Susanna , verse 42; of those who divine the future, 1 Samuel 28:3,9, etc.)

Greek Monolingual

ο (AM γνώστης)
1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι
2. έμπειρος, συνετός
3. προφήτης, μάντης
αρχ.
γνωστήρ, εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω.
ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός.
ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης
αρχ.
διαγνώστης, υπαναγνώστης
νεοελλ.
Αθηνογνώστης, ανθρωπογνώστης, αρχαιογνώστης, βιβλιογνώστης, γεωγνώστης, γραφογνώστης, εδαφογνώστης, θαλασσογνώστης, κειμενογνώστης, κοσμογνώστης, ορυκτογνώστης, παντογνώστης, φαρμακογνώστης, φυσιογνώστης].