εὔνοια: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(T22)
(15)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=εὐνοίας, ἡ (ἐυνως), [[good-will]], [[kindness]]: μετ' εὐνοίας, [[Aeschylus]] [[down]].)  
|txtha=εὐνοίας, ἡ (ἐυνως), [[good-will]], [[kindness]]: μετ' εὐνοίας, [[Aeschylus]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὔνοια]], Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη)<br />ευνοϊκή [[διάθεση]], [[ευμένεια]], ευμενές [[ενδιαφέρον]] για κάποιον, υψηλή [[προστασία]] κάποιου από ευμενή [[διάθεση]] (α. «βεβαιότερος δ' ὁ δράσας τὴν [[χάριν]] [[ὥστε]] ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν» — σταθερότερος [[φίλος]] [[είναι]] αυτός ευεργέτησε κάποιον, [[γιατί]] προσπαθεί να εξασφαλίζει, με την ευμενή διάθεσή του [[προς]] εκείνον που ευεργέτησε, την [[ευγνωμοσύνη]] η οποία του οφείλεται, <b>Θουκ.</b><br />β. «έχει την [[εύνοια]] του προϊσταμένου του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεροληπτικό [[ενδιαφέρον]] για κάποιον, χαριστική [[προτίμηση]], [[μεροληψία]], [[προσωποληψία]] («ανέβηκε την [[κλίμακα]] της ιεραρχίας με την [[εύνοια]] ισχυρών [[φίλων]] του»)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> μια από τις [[πέντε]] πρακτικές ιδέες του Γερμανού φιλοσόφου και παιδαγωγού Ερβάρτου (εσωτερική [[ελευθερία]], [[τελειότητα]], [[εύνοια]] ή [[αγάπη]], [[δίκαιο]] και [[επιείκεια]]), [[πάνω]] στις οποίες οικοδομεί την [[ηθική]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αγάπη]], [[αφοσίωση]], [[στοργή]] (γονέων [[προς]] [[τέκνα]], ανθρώπου [[προς]] τον θεό <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δώρο]] από ευμενή [[διάθεση]], ειδικά για δώρα προσφερόμενα στην Αθήνα από υποτελείς πόλεις<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αι εύνοιαι</i><br />α) τα φιλοδωρήματα, τα δώρα<br />β) αισθήματα αγαθότητας («τοῑς ἥσσοσιν γὰρ πᾱς τις εὐνοίας φέροι» — για τους πιο αδύνατους [[καθένας]] τρέφει [[αγαθά]] αισθήματα, [[συμπάθεια]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κατ' εὔνοιαν κρίνειν» — μεροληπτικώς <b>(Αντιφ.)</b><br />β) «κατ' εὔνοιαν φρενῶν» — με ευμενές [[φρόνημα]], με [[προθυμία]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «μετ' εὐνοιας» — με ευμενή [[διάθεση]], καλόγνωμα<br />δ) «ὑπ' εὐνοίας» — ευνοϊκά, με ευνοϊκό τρόπο<br />ε) «εὐνοίᾳ τῇ σῇ» — από [[αγάπη]] για [[σένα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ') (με γεν. αντικειμ.) «ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός» — [[έπειτα]] από την [[αγάπη]] ή εξαιτίας της αγάπης που έδειξε για την [[πατρίδα]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ζ) (με εμπρόθ. προσδιορισμό) «[[εὔνοια]] εἴς τινα, [[πρός]] τινα, [[παρά]] τινος, ἔκ τινος» — [[ευμενής]] [[διάθεση]], [[φιλία]] [[προς]] κάποιον, από κάποιον<br />η) «εὔνοιαν [[παρέχω]] ή παρέχομαι ή [[δείκνυμι]]» — [[εκδηλώνω]], [[δείχνω]] φιλική [[διάθεση]] [[προς]] κάποιον<br />θ) «εὔνοιαν ἔχω» — [[εύχομαι]] από την [[καρδιά]] μου (<b>Θουκ.</b>)<br />ι) «[[ἀποδίδωμι]] εὔνοιαν» — [[προσφέρω]] την οφειλόμενη [[συμπάθεια]] ή [[περιποίηση]] [[προς]] κάποιον<br />ια) «τηρῶ τινι εἰς τὰ πράγματα εὔνοιαν» — [[επιδεικνύω]] καλή [[διάθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ευνο</i>- (του [[εύνους]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγχί</i>-<i>νοια</i>, [[παρά]]-<i>νοια</i>].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔνοιᾰ Medium diacritics: εὔνοια Low diacritics: εύνοια Capitals: ΕΥΝΟΙΑ
Transliteration A: eúnoia Transliteration B: eunoia Transliteration C: eynoia Beta Code: eu)/noia

English (LSJ)

ἡ, lon. εὐνοίη (εὔνοιαν is f.l. in Hdt.3.36), poet. εὐνοΐη IG14.815: (εὔνους):—

   A goodwill, favour (dist. fr. φιλία, Arist.EN1155b33, 1166b30), κατὰ εὐνοίην Hdt.6.108; δι' εὐνοίας Th.2.40; δι' εὔνοιαν Pl.Prt.337b; εὐνοίας ἕνεκα Docum. ap. D.18.54, etc.; εὐνοίας ἕνεκα τῆς εἰς τὸν δῆμον IG22.212.32, etc.; κατ' εὔνοιαν κρίνειν partially, Antipho 3.4.1; κατ' εὔνοιαν φρενῶν A.Supp.940; μετ' εὐνοίας And.1.9, Pl.Phdr.241c, D.18.276, Ep.Eph.6.7; ὑπ' εὐνοίας D.2.9; εὐνοίῃ τι ποιῆσαι Hdt.7.239; εὐνοίᾳ λέγειν S.Ph.1322; εὐνοίᾳ μᾶλλον ἢ ἐλέγχῳ τὰ γιγνόμενα δοκιμάζειν Lys.31.22; εὐνοίᾳ τῇ σῇ for the love of you, Pl.Grg.486a: with objective gen., ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός for love of fatherland, A.Th.1012; εὐνοίᾳ τῇ ἑαυτοῦ Pl.Grg.485a; ἕνεκα τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας goodwill towards them, X.An.4.7.20; [εὔνοιαν] ἔχειν εἴς τινα Docum. ap. D.18.54; πρός τινα Pl.R.470a; πρὸς τὸν δῆμον IPE12.32.7 (Olbia), etc.; εὔ. παρὰ τῶν θεῶν D.2.1; εὔνοιαν ἔκ τινων κτᾶσθαι X.Cyr.8.2.22; εὔνοιαν παρασχεῖν to show favour, S.Tr.708; ἔργῳ δεικνύναι Antipho 5.76; εὔνοιαν ἔχειν to wish heartily that... Th.2.11; ὡς ἑκατέρων τις εὐνοίας . . ἔχοι Id.1.22; ἡ εὔ. παρὰ πολὺ ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους Id.2.8: in pl., impulses of kindness, favours, τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει A.Supp.489; Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι Id.Th.450; ταῖς εὐ. μεθ' ὑμῶν ἦσαν Isoc.14.15; but, acts of kindness, favours, D.S.15.9.    II gift or present in token of goodwill, D.19.282: pl., benevolences, Id.8.25. [εὔνοια as dactyl, Arch.Pap.1.220 (twice, ii B.C.).]

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, ion. εὐνοίη, p. εὐνοΐη, Anth. App. 318, Wohlwollen, Zuneigung, Gunst; κατ' εὔνοιαν φρενῶν Aesch. Suppl. 918; ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός Spt. 998; auch im plur., τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει, beweis't sein Wohlwollen, wo an die einzelnen Aeußerungen desselben (s. unten) zu denken ist, Suppl. 484, wie Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι Spt. 432; εὐνοίᾳ λέγω, αὐδῶ, mit Wohlwollen, Soph. Phil. 1306 El. 226; εὔνοιαν ἔχειν τινί, gegen Einen Wohlwollen hegen, Eur. Or. 866, wie Plat. Legg. XI, 931 a; εἴτε εὐνοίᾳ ταῦτα ἐποίησε εἴτε καὶ καταχαίρων Her. 7, 239; εἴς τινα, Eur. Hel. 1425; Thuc. 2, 8, wie Xen. Cyr. 1, 5, 13; εὔνοιαν ἔχων διατελεῖ εἰς τοὺς Ἕλληνας Dem. 18, 54; ἡ πρὸς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας εὔνοια Plat. Rep. V, 470 a (wie Dem. 18, 277); εὐνοίᾳ ἐρῶ τῇ σῇ, aus Zuneigung zu dir, Gorg. 486 a; wie oben Aesch. öfter mit gen., gegen Einen, Thuc. 3, 37, ἑκατέρων 1, 22; οὐ τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας Xen. An. 4, 7, 20; Ggstz φθόνος, Plat. Legg. I, 635 b 642 c; εὔνοιαν παρέχεσθαι, zeigen, Andoc. 1, 6, wie παρέχειν τινί Soph. Tr. 705; – ἡ παρὰ τῶν θεῶν εὔνοια, die Gunst der Götter, Dem. 2, 1; ἡ παρὰ τοῦ δήμου εὔν. Luc. Scyth. 10; εὔνοιαν ἐξ ἀνθρώπων κτᾶσθαι Xen. Cyr. 8, 2, 22; – κατ' εὔνοιαν, Ggstz βίᾳ, Thuc. 6, 92; δι' εὐνοίας 2, 40. Auch in Prosa findet sich der plur., ταῖς εὐνοίαις μεθ' ὑμῶν ἦσαν Isocr. 14, 15; Sp., wie D. Sic. 15, 9. – Bei Dem. 8, 25, φασὶ δ' εὐνοίας (v. l. mehrerer mss. εὐνοίᾳ) διδόναι, καὶ τοῦτο τοὔνομα ἔχει τὰ λήμματα, ist es = freiwillige Geschenke, wie man es auch 19, 282 erkl.: τίς λειτουργία, τίς εἰσφορά, τίς εὔνοια, Beweis des Wohlwollens.

Greek (Liddell-Scott)

εὔνοιᾰ: ἡ, ποιητ. ἐνίοτε εὐνοίᾱ (πρβλ. ἄγνοια, ἄνοια), Ἕρμαννος εἰς Σοφ. Φιλ. 129· Ἰων. εὐνοίη, ποιητ. εὐνοΐη, Ἀνθ. Π. παράρτ. 318: (εὔνους): -εὔνοια, ὡς καὶ νῦν, τὸ εὐνοϊκῶς διακεῖσθαι, εὐμένεια, ἀγαθότης, κατ’ εὔνοιαν, ἐξ ἀγαθότητος, ἐξ εὐμενείας, «ἀπὸ καλωσύνην», Ἡρόδ. 6. 108· δι’ εὐνοίας Θουκ. 2. 40· δι’ εὔνοιαν Πλάτ. Πρωτ. 337Β· εὐνοίας ἕνεκα Δημ. 243. 19· κατ’ εὔνοιαν κρίνειν, «μεροληπτικῶς», Ἀντιφῶν 124. 9, Λυσ. 188, ἐν τέλει· κατ’ εὔνοιαν φρενῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 940· μετ’ εὐνοίας Πλάτ. Φαῖδρ. 241C, Δημ. 317. 29· ὑπ. εὐνοίας ὁ αὐτ. 20. 22· εὐνοίῃ Ἡρόδ. 7. 239· εὐνοίᾳ λέγειν Σοφ. Φιλ. 1322· εὐνοίᾳ τῇ σῇ, ἐξ ἀγάπης πρὸς σέ, Πλάτ. Γοργ. 486Α· οὕτω μετὰ γεν. ἀντικειμ., ἐπ’ εὐνοίᾳ χθονός, ἐξ ἀγάπης πρὸς τὴν πατρίδα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1007· εὐνοίᾳ τῇ ἑαυτοῦ Πλάτ. Γοργ. 485 Α· εὐνοίας ἕνεκα τῶν Ἑλλήνων, ἕνεκα εὐνοίας πρὸς αὐτούς. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 20· εὔνοιαν ἔχειν εἴς τινα παρὰ Δημ. 243. 19, πρβλ. Θουκ. 2. 8· πρός τινα Πλάτ. Πολ. 470Α· εὔν. παρὰ τῶν θεῶν Δημ. 18. 2· ἐξ ἀνθρώπων Ξεν. Κύρ. 8. 2., 22· εὔνοιαν παρέχειν, παρέχεσθαι, δεικνύειν εὔνοιαν, Σοφ. Τρ. 708, Ἀντιφῶν 138. 20, Ἀνδοκ. 2. 29· εὔνοιαν ἔχειν, εὔχεσθαι ἐκ καρδίας ἵνα…, Θουκ. 2. 11· ὡς ἑκατέρῳ τις εὐνοίας… ἔχοι ὁ αὐτ. 1. 22 (ἴδε ἔχω Β. ΙΙ. 2): ἐν τῷ πληθ., αἰσθήματα ἀγαθότητος, τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει Αἰσχύλ. Ἱκ. 489· Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 450. ΙΙ. δῶρον εἰς ἔνδειξιν εὐνοίας, ἰδίως ἐπὶ δώρων συνήθως διδομένων εἰς τοὺς Ἀθηναίους στρατηγοὺς ἐκ τῶν ὑποτελῶν πόλεων. Δημ. 432. 2. ἐν τῶ πληθ., ὁ αὐτ. 96. 9· πρβλ. Thirlw. Ἑλλ. Ἱστορ. τ. 6. σ. 49.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bienveillance;
1 en b. part ἐπ’ εὐνοίᾳ, δι’ εὐνοίας, κατ’ εὔνοιαν, εὐνοίᾳ, μετ’ εὐνοίας, avec bienveillance ; εὐνοίᾳ τῇ σῇ PLAT par bienveillance pour toi ; αἱ εὔνοιαι sentiments de bienveillance;
2 en mauv. part indulgence ; partialité ; κατ’ εὔνοιαν κρίνειν LYS juger avec indulgence, avec partialité;
3 marque de bienveillance, présent, gratification.
Étymologie: εὔνοος.

English (Slater)

εὔνοια ? v. λατερπής.

English (Strong)

from the same as εὐνοέω; kindness; euphemistically, conjugal duty: benevolence, good will.

English (Thayer)

εὐνοίας, ἡ (ἐυνως), good-will, kindness: μετ' εὐνοίας, Aeschylus down.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη)
ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ' ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν» — σταθερότερος φίλος είναι αυτός ευεργέτησε κάποιον, γιατί προσπαθεί να εξασφαλίζει, με την ευμενή διάθεσή του προς εκείνον που ευεργέτησε, την ευγνωμοσύνη η οποία του οφείλεται, Θουκ.
β. «έχει την εύνοια του προϊσταμένου του»)
νεοελλ.
1. μεροληπτικό ενδιαφέρον για κάποιον, χαριστική προτίμηση, μεροληψία, προσωποληψία («ανέβηκε την κλίμακα της ιεραρχίας με την εύνοια ισχυρών φίλων του»)
2. (φιλοσ.) μια από τις πέντε πρακτικές ιδέες του Γερμανού φιλοσόφου και παιδαγωγού Ερβάρτου (εσωτερική ελευθερία, τελειότητα, εύνοια ή αγάπη, δίκαιο και επιείκεια), πάνω στις οποίες οικοδομεί την ηθική
μσν.
αγάπη, αφοσίωση, στοργή (γονέων προς τέκνα, ανθρώπου προς τον θεό κ.λπ.)
αρχ.
1. δώρο από ευμενή διάθεση, ειδικά για δώρα προσφερόμενα στην Αθήνα από υποτελείς πόλεις
2. στον πληθ. αι εύνοιαι
α) τα φιλοδωρήματα, τα δώρα
β) αισθήματα αγαθότητας («τοῑς ἥσσοσιν γὰρ πᾱς τις εὐνοίας φέροι» — για τους πιο αδύνατους καθένας τρέφει αγαθά αισθήματα, συμπάθεια, Αισχύλ.)
3. φρ. α) «κατ' εὔνοιαν κρίνειν» — μεροληπτικώς (Αντιφ.)
β) «κατ' εὔνοιαν φρενῶν» — με ευμενές φρόνημα, με προθυμία (Αισχύλ.)
γ) «μετ' εὐνοιας» — με ευμενή διάθεση, καλόγνωμα
δ) «ὑπ' εὐνοίας» — ευνοϊκά, με ευνοϊκό τρόπο
ε) «εὐνοίᾳ τῇ σῇ» — από αγάπη για σένα (Πλάτ.)
στ') (με γεν. αντικειμ.) «ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός» — έπειτα από την αγάπη ή εξαιτίας της αγάπης που έδειξε για την πατρίδα (Αισχύλ.)
ζ) (με εμπρόθ. προσδιορισμό) «εὔνοια εἴς τινα, πρός τινα, παρά τινος, ἔκ τινος» — ευμενής διάθεση, φιλία προς κάποιον, από κάποιον
η) «εὔνοιαν παρέχω ή παρέχομαι ή δείκνυμι» — εκδηλώνω, δείχνω φιλική διάθεση προς κάποιον
θ) «εὔνοιαν ἔχω» — εύχομαι από την καρδιά μου (Θουκ.)
ι) «ἀποδίδωμι εὔνοιαν» — προσφέρω την οφειλόμενη συμπάθεια ή περιποίηση προς κάποιον
ια) «τηρῶ τινι εἰς τὰ πράγματα εὔνοιαν» — επιδεικνύω καλή διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευνο- (του εύνους) + επίθημα -ια (πρβλ. αγχί-νοια, παρά-νοια].