συγκαταβαίνω: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(T22) |
(39) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(T WH συνκαταβαίνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])): 2nd aorist participle plural συγκαταβάντες; to go [[down]] [[with]]: of those [[who]] [[descend]] [[together]] from a [[higher]] [[place]] to a [[lower]], as from [[Jerusalem]] to Caesarea, [[Aeschylus]], [[Euripides]], [[Thucydides]], [[Polybius]], [[Plutarch]], others; cf. Lob. ad Phryn., p. 398; (Rutherford, New Phryn. p. 485).) | |txtha=(T WH συνκαταβαίνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])): 2nd aorist participle plural συγκαταβάντες; to go [[down]] [[with]]: of those [[who]] [[descend]] [[together]] from a [[higher]] [[place]] to a [[lower]], as from [[Jerusalem]] to Caesarea, [[Aeschylus]], [[Euripides]], [[Thucydides]], [[Polybius]], [[Plutarch]], others; cf. Lob. ad Phryn., p. 398; (Rutherford, New Phryn. p. 485).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[επιεικής]], [[ενδοτικός]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καταδεκτικός]], [[καταδέχομαι]] (α. «μα πούρ' εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «[[μετὰ]] δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεβαίνω]] [[μαζί]] με κάποιον, [[ιδίως]] σε [[παραλία]] («οὐδ' εἰς τοὺς ὁμαλοὺς [[καθόλου]] συγκαταβῆναι τόπους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[κόμη]]) [[κρέμομαι]] [[κάτω]] («μελέτω σοι τῶν βοστρύχων, ὡς τοὺς μὲν ταῑς παρειαῑς συγκαταβαίνειν ἠρεμα», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[κατέρχομαι]] για να βοηθήσω κάποιον («[[Ζεὺς]]... Μοῑρά τε συγκατέβα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε επικίνδυνη [[επιχείρηση]] («συγκατέβησαν εἰς πόλεμον ἀμφότεροι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμφωνώ]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br />β) [[συναινώ]], [[συγκατανεύω]] («τὸ μὲν πρῶτον εἰς πᾱν συγκατέβαινον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταβαίνω]] «[[κατέρχομαι]], [[καταλήγω]], [[συγκατατίθημι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -βήσομαι: aor. -έβην:—
A go or come down with, σᾷ πτέρυγι E.Andr.505 (lyr.); ἅμα τοῖς ᾠοῖς Arist.GA756a25; of curls, σ. ταῖς παρειαῖς Philostr.Ep.58. 2 go down together, opp. ἀνέρχομαι, Arist.Mete.358b32; esp. to the sea-side, Th.6.30; εἰς ὁμαλοὺς τόπους Plb.1.39.12; ἀπὸ τοῦ λόφου Plu.Crass.31: metaph., σ. ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρόν Arist.Pol.1334b34, cf. 1335a31. 3 come down to one's aid, Ζεὺς . . Μοῖρά τε συγκατέβα A.Eu. 1046 (lyr.), cf. Ch.727 (anap.). 4 like Lat. descendere in arenam, σ. εἰς κίνδυνον, εἰς πόλεμον, etc., Plb.3.89.8, 5.66.7, D.S.12.30, etc.; εἰς παράταξιν Id.17.98. 5 come down to, agree to, εἰς κρίσιν Plb. 3.90.5. 6 metaph., let oneself down, submit to, εἰς φόρους καὶ συνθήκας Id.4.45.4; σ. εἰς πᾶν agree to all conditions, Id.3.10.1: generally, stoop, condescend, Id.26.1.3; εἰς λοιδορίαν Phld.Rh.1.383 S. 7 come down in one's price or demands, Plb.21.26.12. Cf. συγκαθίημι.
German (Pape)
[Seite 964] (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen herab -od. heruntergehen, -steigen; οὕτω μοῖρά τε συγκατέβα, Aesch. Eum. 998, vgl. Ch. 716; σᾷ πτέρυγι συγκαταβαίνω, Eur. Andr. 506; zurückkehren, Thuc. 6, 30, vom Haare, herabhangen, Iac. Philostr. imagg. p 266. – Uebertr., sich herablassen, sich bereit finden lassen, sich wozu verstehen, εἴς τι, z. B. εἰς τὸν ὑπὲρ τῶν ὅλων κίνδυνον, Pol. 3, 89, 8; εἰς κρίσιν, 3, 90, 5; εἰς φόρους καὶ σ υνθήκας, 4, 45, 4, u. sonst; εἰς πᾶν, auf alle Bedingungen eingehen, 3, 10, 1 u. öfter. – Mit, zugleich sich ereignen, Arist. pol. 7, 16.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. -έβην. Καταβαίνω ἢ κατέρχομαι μετά τινος, τᾷ σᾷ πτέρυγι Εὐρ. Ἀνδρ. 505· ἅμα τοῖς ᾠοῖς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5. 13· - μεταφορ., σ. ταῖς ἡλικίαις ἐπὶ τὸν αὐτὸν καιρὸν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 2· πρβλ. αὐτόθι 9· - ἐπὶ τῶν τριχῶν τῶν κατὰ τὰ πλάγια τοῦ προσώπου, ὡς τὸ συγκάτειμι, Ἰακώψ. εἰς Φιλόστρ. σελ. 266. 2) κατέρχομαι ὁμοῦ, ἀντίθετον τῷ ἀνέρχομαι, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 32· μάλιστα εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· μάλιστα εἰς τὴν παραλίαν, Θουκ. 6. 30· εἰς ὁμαλοὺς τόπους Πολύβ. 1. 39, 12· ἀπὸ τοῦ λόφου Πλουτ. Κράσσ. 31. 3) κατέρχομαι εἰς βοήθειάν τινος, Ζεὺς ... Μοῖρά τε συγκατέβα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1046, πρβλ. Χο. 727. 4) ὡς τὸ Λατ. descendere in arenam, σ. εἰς κίνδυνον, εἰς πόλεμον, κτλ., Πολύβ. 3. 89, 8., 5. 66, 7, Διόδ., κτλ.· εἰς παράταξιν Διόδ. 17. 98, κτλ. 5) κατέρχομαι εἴς τι, συμφωνῶ με τι, εἰς κρίσιν, εἰς συνθήκας, κτλ., Πολύβ. 3. 90, 5., 4. 4, 5. κτλ. 6) μεταφ., καταβαίνω μέχρι τινός, ὑποβάλλω ἐμαυτόν, εἴς τι ὁ αὐτ. 4. 45, 4, κτλ.· σ. εἰς πᾶν, συμφωνῶ ὡς πρὸς πάντας τοὺς ὅρους, ὁ αὐτ. 3. 10, 1· καθόλου, κύπτω πρὸς τὰ κάτω, συναινῶ, συγκατανεύω, ὁ αὐτ. 26. 10, 4· μάλιστα παρὰ τοῖς ἐκκλ., ἐπὶ τοῦ τρόπου, καθ’ ὃν ὁ θεὸς φέρεται πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, εἰς δήλωσιν δηλ. τῆς μακροθυμίας αὐτοῦ καὶ εὐσπλάγχνου ἀγαθότητος. 7) κάμνω συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀπαιτήσεις μου ἢ εἰς τὴν τὴν τιμὴν ἣν ἀπαιτῶ, ὁ αὐτ. 22. 9, 12. Πρβλ. συγκαθίημι.
French (Bailly abrégé)
ao.2 συγκατέβην, etc.
1 descendre ensemble (de la ville au Pirée);
2 descendre au secours de, descendre pour assister.
Étymologie: σύν, καταβαίνω.
English (Strong)
from σύν and καταβαίνω; to descend in company with: go down with.
English (Thayer)
(T WH συνκαταβαίνω (cf. σύν, II. at the end)): 2nd aorist participle plural συγκαταβάντες; to go down with: of those who descend together from a higher place to a lower, as from Jerusalem to Caesarea, Aeschylus, Euripides, Thucydides, Polybius, Plutarch, others; cf. Lob. ad Phryn., p. 398; (Rutherford, New Phryn. p. 485).)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν
1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός
2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ' εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ.
β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.)
αρχ.
1. κατεβαίνω μαζί με κάποιον, ιδίως σε παραλία («οὐδ' εἰς τοὺς ὁμαλοὺς καθόλου συγκαταβῆναι τόπους», Πολ.)
2. (για την κόμη) κρέμομαι κάτω («μελέτω σοι τῶν βοστρύχων, ὡς τοὺς μὲν ταῑς παρειαῑς συγκαταβαίνειν ἠρεμα», Φιλόστρ.)
3. συμβαίνω ταυτόχρονα με κάτι άλλο
4. κατέρχομαι για να βοηθήσω κάποιον («Ζεὺς... Μοῑρά τε συγκατέβα», Αισχύλ.)
5. παίρνω μέρος σε επικίνδυνη επιχείρηση («συγκατέβησαν εἰς πόλεμον ἀμφότεροι», Διόδ.)
6. μτφ. α) συμφωνώ με κάποιον ή με κάτι
β) συναινώ, συγκατανεύω («τὸ μὲν πρῶτον εἰς πᾱν συγκατέβαινον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταβαίνω «κατέρχομαι, καταλήγω, συγκατατίθημι»].