συνυπουργέω: Difference between revisions
From LSJ
(T22) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=συνυπούργω; ([[ὑπουργέω]] to [[serve]], from [[ὑπουργός]], and [[this]] from [[ὑπό]] and ἘΡΓΩ); to [[help]] [[together]]: τίνι, by [[anything]], Lucian, bis accusat. c. 17 συναγωνιζομενης τῆς ἡδονῆς, [[ἤπερ]] αὐτῇ τά [[πολλά]] ξυνυπουργει.) | |txtha=συνυπούργω; ([[ὑπουργέω]] to [[serve]], from [[ὑπουργός]], and [[this]] from [[ὑπό]] and ἘΡΓΩ); to [[help]] [[together]]: τίνι, by [[anything]], Lucian, bis accusat. c. 17 συναγωνιζομενης τῆς ἡδονῆς, [[ἤπερ]] αὐτῇ τά [[πολλά]] ξυνυπουργει.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνυπουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνυπηρετώ]], [[συμβοηθώ]], [[συνεργάζομαι]] με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A join in serving, co-operate with, τινι Hp.Art.58, cf. 2 Ep.Cor.1.11, Luc.Bis Acc.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνυπουργέω: συνυπηρετῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 17, Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
joindre son assistance à celle d’un autre, porter secours ensemble.
Étymologie: σύν, ὑπουργέω.
English (Strong)
from σύν and a derivative of a compound of ὑπό and the base of ἔργον; to be a co-auxiliary, i.e. assist: help together.
English (Thayer)
συνυπούργω; (ὑπουργέω to serve, from ὑπουργός, and this from ὑπό and ἘΡΓΩ); to help together: τίνι, by anything, Lucian, bis accusat. c. 17 συναγωνιζομενης τῆς ἡδονῆς, ἤπερ αὐτῇ τά πολλά ξυνυπουργει.)
Greek Monotonic
συνυπουργέω: μέλ. -ήσω, συνυπηρετώ, συμβοηθώ, συνεργάζομαι με κάποιον, τινί, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.