παροξυσμός: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
(T22) |
(31) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=παροξυσμου, ὁ ([[παροξύνω]], [[which]] [[see]]);<br /><b class="num">1.</b> an inciting, [[incitement]]: [[εἰς]] παροξυσμόν ἀγάπης (A. V. to [[provoke]] [[unto]] [[love]]), [[irritation]] (R. V. [[contention]]): Sept. [[twice]] for קֶצֶף, [[violent]] [[anger]], [[passion]], [[Demosthenes]], p. 1105,24.' | |txtha=παροξυσμου, ὁ ([[παροξύνω]], [[which]] [[see]]);<br /><b class="num">1.</b> an inciting, [[incitement]]: [[εἰς]] παροξυσμόν ἀγάπης (A. V. to [[provoke]] [[unto]] [[love]]), [[irritation]] (R. V. [[contention]]): Sept. [[twice]] for קֶצֶף, [[violent]] [[anger]], [[passion]], [[Demosthenes]], p. 1105,24.' | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[παροξύνω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παροξύνω]], [[ερεθισμός]], [[έξαψη]], [[παρόργιση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[οξεία]] και απότομη [[επιδείνωση]] μιας νοσηρής καταστάσεως με [[επίταση]] τών συμπτωμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> νευρική [[εκδήλωση]] μικρής διάρκειας που επέρχεται και τελειώνει απότομα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[έξαψη]], [[επίταση]] μιας ψυχικής καταστάσεως<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «παροξυσμὸς μείξεως» — σφοδρή [[επιθυμία]] για ερωτική [[μίξη]], [[πόθος]] για [[συνουσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρακίνηση]], [[παρόρμηση]] [[προς]] [[κάτι]] («κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων», ΚΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A irritation, exasperation, D.45.14, LXX Je.39(32).37, Act.Ap.15.39 ; π. ἀγάπης provokingor exciting to . ., Ep.Hebr.10.24. 2 severe fit of a disease, paroxysm, Hp.Aph.1.11,12, Gal.17(2).387, etc.
German (Pape)
[Seite 527] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ φιλονεικία Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.
Greek (Liddell-Scott)
παροξυσμός: ὁ, ἐρεθισμός, φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ κίνημα παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, παρακίνησις ἢ παρόρμησις πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. action d’exciter, de stimuler;
II. en mauv. part;
1 irritation;
2 paroxysme d’une maladie.
Étymologie: παροξύνω.
English (Strong)
from παροξύνω ("paroxysm"); incitement (to good), or dispute (in anger): contention, provoke unto.
English (Thayer)
παροξυσμου, ὁ (παροξύνω, which see);
1. an inciting, incitement: εἰς παροξυσμόν ἀγάπης (A. V. to provoke unto love), irritation (R. V. contention): Sept. twice for קֶצֶף, violent anger, passion, Demosthenes, p. 1105,24.'
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ παροξύνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση
2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων
νεοελλ.
1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται και τελειώνει απότομα
2. ιατρ. έξαψη, επίταση μιας ψυχικής καταστάσεως
μσν.
φρ. «παροξυσμὸς μείξεως» — σφοδρή επιθυμία για ερωτική μίξη, πόθος για συνουσία
αρχ.
παρακίνηση, παρόρμηση προς κάτι («κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων», ΚΔ).