χρηστεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(47b)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[χρηστός]]<br /><b>(αποθ.)</b> [[είμαι]] [[χρηστός]].
|mltxt=Α [[χρηστός]]<br /><b>(αποθ.)</b> [[είμαι]] [[χρηστός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρηστεύομαι:''' αποθ., είμαι [[αγαθός]] και [[χρηστός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστεύομαι Medium diacritics: χρηστεύομαι Low diacritics: χρηστεύομαι Capitals: ΧΡΗΣΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: chrēsteúomai Transliteration B: chrēsteuomai Transliteration C: christeyomai Beta Code: xrhsteu/omai

English (LSJ)

   A to be kind or merciful, 1 Ep.Cor.13.4.

German (Pape)

[Seite 1375] sich wie ein χρηστός betragen, sich gut, gütig, milde erzeigen, liebreich sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστεύομαι: ἀποθ., = χρηστός εἰμι, δηλ. εἶμαι χρηστός, ἀγαθός, ἢ ἐλεήμων, χρηστεύεται ἡ ἀγάπη Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.

French (Bailly abrégé)

se conduire en homme de bien NT.
Étymologie: χρηστός.

English (Strong)

middle voice from χρηστός; to show oneself useful, i.e. act benevolently: be kind.

English (Thayer)

(χρηστός, which see); to show oneself mild, to be kind, use kindness: Eusebius, h. e. 5,1, 46; τίνι, toward one, Clement of Rome, 1 Corinthians 13,2 [ET]; 14,3 [ET].)

Greek Monolingual

Α χρηστός
(αποθ.) είμαι χρηστός.

Greek Monotonic

χρηστεύομαι: αποθ., είμαι αγαθός και χρηστός, σε Καινή Διαθήκη