ψήγμα: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(47c)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ψῆγμα]], -ήγματος, ΝΜΑ [[ψήχω]]<br />μικρό [[κομμάτι]] μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από [[απόξεση]] ή [[τριβή]], [[τρίμμα]], [[ρίνισμα]], [[κόκκος]] (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος [[ψῆγμα]] ἀναφέρουσι χρυσοῡ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μεταλλ.)</b> μικρή, [[συνήθως]], άμορφη [[μάζα]] μετάλλου, διαβρωμένη από το [[νερό]] («[[ψήγμα]] χρυσού»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> μικρό [[κομμάτι]], [[δείγμα]] («ψήγματα αλήθειας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] ξύλου<br /><b>2.</b> [[κόκκος]] σκόνης.
|mltxt=το / [[ψῆγμα]], -ήγματος, ΝΜΑ [[ψήχω]]<br />μικρό [[κομμάτι]] μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από [[απόξεση]] ή [[τριβή]], [[τρίμμα]], [[ρίνισμα]], [[κόκκος]] (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος [[ψῆγμα]] ἀναφέρουσι χρυσοῦ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μεταλλ.)</b> μικρή, [[συνήθως]], άμορφη [[μάζα]] μετάλλου, διαβρωμένη από το [[νερό]] («[[ψήγμα]] χρυσού»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> μικρό [[κομμάτι]], [[δείγμα]] («ψήγματα αλήθειας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] ξύλου<br /><b>2.</b> [[κόκκος]] σκόνης.
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

Greek Monolingual

το / ψῆγμα, -ήγματος, ΝΜΑ ψήχω
μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῦ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη μάζα μετάλλου, διαβρωμένη από το νερόψήγμα χρυσού»)
2. μτφ. μικρό κομμάτι, δείγμα («ψήγματα αλήθειας»)
αρχ.
1. μικρό κομμάτι ξύλου
2. κόκκος σκόνης.