αερσίπους: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀερσίπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που σηκώνει [[ψηλά]] το [[πόδι]], που περπατά ζωηρά, που αναπηδά.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀερσίπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που σηκώνει [[ψηλά]] το [[πόδι]], που περπατά ζωηρά, που αναπηδά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἀερσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείρω]] Ι) <span style="color: red;">+</span> <i>ποῦς</i>]. | ||
}} | }} |