ακρελεφάντινος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρελεφάντινος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[άκρα]] (γωνίες <b>κ.λπ.</b>) κατασκευασμένα από [[ελεφαντόδοντο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ἐλεφάντινος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρελεφάντινος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[άκρα]] (γωνίες <b>κ.λπ.</b>) κατασκευασμένα από [[ελεφαντόδοντο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ἐλεφάντινος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρελεφάντινος, -ον)
αυτός που έχει άκρα (γωνίες κ.λπ.) κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + ἐλεφάντινος.