ακρελεφάντινος: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρελεφάντινος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[άκρα]] (γωνίες <b>κ.λπ.</b>) κατασκευασμένα από [[ελεφαντόδοντο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρελεφάντινος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[άκρα]] (γωνίες <b>κ.λπ.</b>) κατασκευασμένα από [[ελεφαντόδοντο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ἐλεφάντινος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκρελεφάντινος, -ον)
αυτός που έχει άκρα (γωνίες κ.λπ.) κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + ἐλεφάντινος.