αὔρα: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(big3_7) |
(7) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. αὔρη <i>Od</i>.5.469, <i>AP</i> 6.220.9 (Diosc.), Opp.<i>H</i>.4.114<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[viento suave]], [[brisa]], [[aura]] gener. procedente del mar o ríos αὔ. δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει <i>Od</i>.l.c., εὐκρινέες τ' αὖραι καὶ πόντος [[ἀπήμων]] Hes.<i>Op</i>.670, ὠκεανίδες Pi.<i>O</i>.2.72, κλυσιδρομὰς Tim.15.81, cf. <i>Lyr.Adesp</i>.5.1, αὔρας ἀποπνευούσας μοῦνος πάντων ποταμῶν οὐ παρέχεται ref. al Nilo, Hdt.2.19, cf. Hld.2.28.5, εἰ μὲν αὔ. φέροι ... X.<i>HG</i> 6.2.29, καλοῦμεν ... αὔρας δὲ τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοάς Arist.<i>Mu</i>.394<sup>b</sup>13, ἔστη εἰς αὔραν LXX <i>Ps</i>.106.29, θαλάσσης Pamprepius 3.13<br /><b class="num">•</b>gener. [[viento suave]], [[brisa]] ὀπωρίνη <i>h.Merc</i>.147, Βορήϊαι B.17.6, αὔ. φέρουσα ἀπὸ χρηστῶν τόπων ὑγίειαν Pl.<i>R</i>.401c, αὔρας θηρεύω μαλακάς X.<i>Oec</i>.20.18, ἐκεῖνα (τὰ ἐν γῇ φυόμενα) ... οὐ δύναται ὀρθοῦσαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι X.<i>Smp</i>.2.25, αὔραν καὶ φωνὴν ἤκουν LXX <i>Ib</i>.4.16, αἱ δ ἡδοναὶ καθάπερ αὖραι ... διαχέονται Plu.2.1087e, ἑπτὰ δ' ἔδωκε θάσσονας αὐράων Κυνοσουρίδας Call.<i>Dian</i>.94, λεπταλέαι Musae.257, νυκτεριναί Ast.Am.<i>Hom</i>.3.6.4, βαρυηχὴς αὔ. viento violento</i>, <i>GDRK</i> 60.2.16, ref. al viento sideral ἀπὸ τῶν ἀστέρων αὔρας Plu.2.878f. (= Leucipp.A 24)<br /><b class="num">•</b>[[soplo]], [[impulso del viento]] σὺν Νότου δ' αὔραις ... πεμπόμενοι Pi.<i>P</i>.4.203, ἔπλευσεν Ζεφύρου ... αὔρᾳ A.<i>A</i>.693, del viento en un instrumento musical πνεύματος εὔπτερον αὔραν ἀμφιπλέκων καλάμοις trenzando con las cañas un soplo de viento de bellas alas</i> Telest.2.4<br /><b class="num">•</b>personif. αἱ Αὖραι [[las Auras]] o [[las Brisas]] hijas de Bóreas, Q.S.1.684, Orph.<i>A</i>.340.<br /><b class="num">2</b> [[oleada olorosa]], [[vaharada]], [[olor]] de incienso, Ar.<i>Au</i>.1717, de pescados fritos, Antiph.217.22 (cód.), de una comida deliciosa [[δεῖπνον]] ὄζον αὔρας Ἀττικῆς Dionys.Com.2.40, del olor de la hembra de ciertos peces αὔρῃ ... φιλοτησίῃ Opp.l.c.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[aliento]], [[vida]] αὔραις ἀδόλοις γενναίας ἀλόχοιο E.<i>Supp</i>.1029, cf. 1048.<br /><b class="num">2</b> [[soplo]], [[impulso]] del destino, etc. μετάτροποι πνέουσιν αὖραι δόμων E.<i>El</i>.1148, cf. Ar.<i>Pax</i> 945, ἀντιπνεῖ δὲ πολλάκις εὐτυχίᾳ δεινά τις αὔ. Hermol.Syr.1.5, μικρά τις ἀπελείπετο αὔ. βοηθείας Ph.2.519<br /><b class="num">•</b>[[inspiración]] δαίμονος <i>AP</i> 6.220.9 (Diosc.).<br /><b class="num">3</b> [[sobrecogimiento]], [[oleada de temor]], [[escalofrío]] δι' ἐμᾶς ᾖξέν ποτε νηδύος ἅδ' αὔ. también llegó a mi vientre un día esta ráfaga</i> ref. al miedo al parto, E.<i>Hipp</i>.166<br /><b class="num">•</b>medic. [[latido]] del pulso, Gal.19.411<br /><b class="num">•</b>[[ataque epiléptico]] Gal.8.194.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la raíz *<i>H2u̯eHi̯1</i>- ‘soplar’ en grado ø *<i>H2uH<sup>i̯</sup>1</i> c. vocalización de <i>H2</i> inicial, cf. lit. <i>andra</i>, het. <i>ḫuwantes</i> ‘vientos’. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. αὔρη <i>Od</i>.5.469, <i>AP</i> 6.220.9 (Diosc.), Opp.<i>H</i>.4.114<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[viento suave]], [[brisa]], [[aura]] gener. procedente del mar o ríos αὔ. δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει <i>Od</i>.l.c., εὐκρινέες τ' αὖραι καὶ πόντος [[ἀπήμων]] Hes.<i>Op</i>.670, ὠκεανίδες Pi.<i>O</i>.2.72, κλυσιδρομὰς Tim.15.81, cf. <i>Lyr.Adesp</i>.5.1, αὔρας ἀποπνευούσας μοῦνος πάντων ποταμῶν οὐ παρέχεται ref. al Nilo, Hdt.2.19, cf. Hld.2.28.5, εἰ μὲν αὔ. φέροι ... X.<i>HG</i> 6.2.29, καλοῦμεν ... αὔρας δὲ τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοάς Arist.<i>Mu</i>.394<sup>b</sup>13, ἔστη εἰς αὔραν LXX <i>Ps</i>.106.29, θαλάσσης Pamprepius 3.13<br /><b class="num">•</b>gener. [[viento suave]], [[brisa]] ὀπωρίνη <i>h.Merc</i>.147, Βορήϊαι B.17.6, αὔ. φέρουσα ἀπὸ χρηστῶν τόπων ὑγίειαν Pl.<i>R</i>.401c, αὔρας θηρεύω μαλακάς X.<i>Oec</i>.20.18, ἐκεῖνα (τὰ ἐν γῇ φυόμενα) ... οὐ δύναται ὀρθοῦσαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι X.<i>Smp</i>.2.25, αὔραν καὶ φωνὴν ἤκουν LXX <i>Ib</i>.4.16, αἱ δ ἡδοναὶ καθάπερ αὖραι ... διαχέονται Plu.2.1087e, ἑπτὰ δ' ἔδωκε θάσσονας αὐράων Κυνοσουρίδας Call.<i>Dian</i>.94, λεπταλέαι Musae.257, νυκτεριναί Ast.Am.<i>Hom</i>.3.6.4, βαρυηχὴς αὔ. viento violento</i>, <i>GDRK</i> 60.2.16, ref. al viento sideral ἀπὸ τῶν ἀστέρων αὔρας Plu.2.878f. (= Leucipp.A 24)<br /><b class="num">•</b>[[soplo]], [[impulso del viento]] σὺν Νότου δ' αὔραις ... πεμπόμενοι Pi.<i>P</i>.4.203, ἔπλευσεν Ζεφύρου ... αὔρᾳ A.<i>A</i>.693, del viento en un instrumento musical πνεύματος εὔπτερον αὔραν ἀμφιπλέκων καλάμοις trenzando con las cañas un soplo de viento de bellas alas</i> Telest.2.4<br /><b class="num">•</b>personif. αἱ Αὖραι [[las Auras]] o [[las Brisas]] hijas de Bóreas, Q.S.1.684, Orph.<i>A</i>.340.<br /><b class="num">2</b> [[oleada olorosa]], [[vaharada]], [[olor]] de incienso, Ar.<i>Au</i>.1717, de pescados fritos, Antiph.217.22 (cód.), de una comida deliciosa [[δεῖπνον]] ὄζον αὔρας Ἀττικῆς Dionys.Com.2.40, del olor de la hembra de ciertos peces αὔρῃ ... φιλοτησίῃ Opp.l.c.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[aliento]], [[vida]] αὔραις ἀδόλοις γενναίας ἀλόχοιο E.<i>Supp</i>.1029, cf. 1048.<br /><b class="num">2</b> [[soplo]], [[impulso]] del destino, etc. μετάτροποι πνέουσιν αὖραι δόμων E.<i>El</i>.1148, cf. Ar.<i>Pax</i> 945, ἀντιπνεῖ δὲ πολλάκις εὐτυχίᾳ δεινά τις αὔ. Hermol.Syr.1.5, μικρά τις ἀπελείπετο αὔ. βοηθείας Ph.2.519<br /><b class="num">•</b>[[inspiración]] δαίμονος <i>AP</i> 6.220.9 (Diosc.).<br /><b class="num">3</b> [[sobrecogimiento]], [[oleada de temor]], [[escalofrío]] δι' ἐμᾶς ᾖξέν ποτε νηδύος ἅδ' αὔ. también llegó a mi vientre un día esta ráfaga</i> ref. al miedo al parto, E.<i>Hipp</i>.166<br /><b class="num">•</b>medic. [[latido]] del pulso, Gal.19.411<br /><b class="num">•</b>[[ataque epiléptico]] Gal.8.194.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la raíz *<i>H2u̯eHi̯1</i>- ‘soplar’ en grado ø *<i>H2uH<sup>i̯</sup>1</i> c. vocalización de <i>H2</i> inicial, cf. lit. <i>andra</i>, het. <i>ḫuwantes</i> ‘vientos’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[αὔρα]])<br /><b>1.</b> η [[ελαφρά]] και δροσερή [[πνοή]] του ανέμου που έρχεται [[κυρίως]] από τη [[θάλασσα]], [[αεράκι]]<br /><b>2.</b> η [[πνιγμονή]] που προηγείται από την επιληπτική [[κρίση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «απόγεια [[αύρα]]» — η [[αύρα]] που πνέει από τη [[στεριά]] [[προς]] τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> «θαλάσσια [[αύρα]]» — η [[αύρα]] που πνέει από τη [[θάλασσα]] [[προς]] τη [[στεριά]], ο [[μπάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ψύχρα]] του πρωινού<br /><b>2.</b> [[ούριος]], [[ευνοϊκός]] [[άνεμος]] [[κατά]] το [[ταξίδι]]<br /><b>3.</b> το [[θυμίαμα]] των θυσιών<br /><b>4.</b> [[τρεμούλα]], [[ανατριχίλα]], [[ανατρίχιασμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μετάτροπος]] [[αὔρα]]» ή «μετάτροποι αὖραι» — το ευμετάβλητο των ανθρωπίνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η [[αύρα]] συνδέεται με τη λ. <i>αήρ</i>, αν και ο [[συσχετισμός]] αυτός δεν ερμηνεύει τη [[δομή]] και τη [[σημασία]] της λ. [[αύρα]], [[αφού]] ο όρος <i>αήρ</i> σήμαινε [[κυρίως]] «την [[ομίχλη]]». Επίσης η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία ο τ. [[αύρα]] προέρχεται από θ. <i>∂</i><sub>2</sub><i>e</i>-<i>w∂</i><sub>1</sub>- που συνδέεται με το θ. <i>ϑ</i><sub>2</sub><i>w</i>-<i>e∂</i><sub>1</sub>- > [[άημι]] «[[φυσώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>vati</i>), δεν δικαιολογεί την κύρια [[σημασία]] της λ. [[αύρα]] «δροσερή και [[ελαφρά]] [[πνοή]] ανέμου», διάφορη της λ. [[άελλα]]. Ο όρος [[αύρα]] χρησιμοποιείται [[άπαξ]] στην [[Οδύσσεια]] για να δηλώσει «το πρωινό [[αεράκι]] που σηκώνεται από [[ποτάμι]]» ενώ στον Ησίοδο αναφέρεται η <i>θαλάσσια [[αύρα]]. Η λ., αν και σπάνια στον πεζό λόγο, απαντά στον Πλάτωνα, τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, μεταφορική δε [[σημασία]] αποκτά [[κυρίως]] στην [[τραγωδία]] (Ευριπίδης). Τέλος, ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την [[αύρα]] ως «το δροσερό [[αεράκι]] που ανεβαίνει από το [[νερό]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. αὔρη, ἡ,
A breeze, esp. a cool breeze from water (cf. Arist. Mu.394b13), or the fresh air of morning, once in Hom., αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Od.5.469, cf. h.Merc.147, Hes. Op.670, etc.: rare in early Prose, αὔρας ἀποπνεούσας [ὁ Νεῖλος] μοῦνος οὐ παρέχεται Hdt. 2.19; αὔρα φέρουσα ἀπὸ χρηστῶν τόπων ὑγίειαν Pl.R.401c, cf. X.HG 6.2.29, Smp.2.25. 2 metaph., θυμιαμάτων αὖραι the steam of incense, Ar.Av.1717; ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται, of a well-fried fish, Antiph.217.22; δεῖπνον ὄζον αὔρας Ἀττικῆς Dionys.Com. 2.40; αὔρῃ φιλοτησίῃ of the attractive influence of the female, Opp. H.4.114. 3 metaph., of the changeful course of events, μετάτροποι πνέουσιν αὖ. δόμων E.El.1148 (lyr.); πολέμου μετάτροπος αὔ. Ar.Pax 945; of a bodily thrill, E.Hipp.166; ψυχᾶς ἀδόλοις αὔραις guileless movements of soul, Id.Supp.1029 (lyr.), cf. 1048. 4 Αὖραι personified, Q.S.1.684, Orph.A.340. 5 epileptic aura, Gal.8.94, Alex. Trall.1.15. (Cf. ἀήρ (ᾱϝέρ-) , ἄελλα, ἄημι.)
German (Pape)
[Seite 394] (ἄω, αὔω), ἡ, Hauch, Luftzug, Pind.; Tmgg., κόμη δι' αὔρας ᾄσσεται Soph. O. C. 1263; frische Morgenluft, Od. 5, 469 αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρη πνέει ἠῶθι πρό; die kühle Luft vom Wasser Her. 2, 19; vgl. Arist. mund. 4; Wind, ποντιάς Eur. Hec. 448; günstiger Wind bei der Schifffahrt, Xen. Hell. 6, 2, 17; δᾴδων αὔρα τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ar. Ran. 316; Sp., Nonn. Vgl. ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται Antiphan. Ath. XVI, 624 b.
Greek (Liddell-Scott)
αὔρα: Ἰων. αὔρη, ἡ (ἴδε τὸ ῥῆμα ἄημι) ἀὴρ ἐν κινήσει, πνοὴ ἀέρος, κυρίως δροσερὰ πνοὴ ἐκ θαλάσσης ἢ ἐκ ποταμῶν ἑρχομένη, ἢ ὁ δροσερὸς ἀὴρ τῆς πρωίας, Λατ. aura, παρ’ Ὁμ. ἅπαξ μόνον, αὔρη δ’ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Ὀδ. Ε. 469, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 147, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, καὶ συχν. παρὰ ποιηταῖς· σπάν. ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ, αὔρας ἀποπνεούσας ὁ Νεῖλος μοῦνος οὔ παρέχεται Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C, Ξεν. Ἑλλ. 6.2, 29. Συμπ. 2, 25. 2) μεταφ., θυμιαμάτων αὔρα, ἡ εὐώδης πνοὴ θυμιαμάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· ξανθαίσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται, ἐπὶ τοῦ ἀχνοῦ τηγανιζομένων ἰχθύων, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 22· δεῖπνον ὅζον αὔρας Ἀττικῆς Διονύσ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 40. 3) μεταφ. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς εὐμεταβόλου φορᾶς τῶν πραγμάτων, μετάτροποι πνέουσιν αὖραι Εὐρ. Ἠλ. 1148· πολέμου μετάτροπος αὔρα Ἀριστοφ. Εἰρ. 945· ἐπὶ τρόμου ἢ ὀξέως πόνου διαθέοντος ὅλον τὸ σῶμα, δι’ ἐμᾶς ᾖξέν ποτε νηδύος ἅδ’ αὔρα Εὐρ. Ἱππ. 165· εὐναῖος γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις ἀδόλοις γενναίας ἀλόχῳ ψυχᾶς Ἱκ. 1029· ἔνθα ἡ φράσις, αὖραι ἄδολοι ψυχᾶς, σημαίνει τὴν ἁγνὴν καὶ ἄδολον ὁρμὴν τῆς ψυχῆς· αὔρῃ φιλοτησίῃ, ἐπὶ τῆς ἑλκυστικῆς ἐπιδράσεως τοῦ θήλεος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 114.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. souffle d’air ; particul.
1 brise qui vient d’un cours d’eau, de la mer, etc. ; air frais du matin;
2 vent en gén. ; fig. en parl. du cours incertain ou changeant des événements;
II. p. ext. souffle, exhalaison, odeur (de l’encens, d’un mets).
Étymologie: R. ἈϜ souffler ; cf. ἄω, ἄημι.
English (Slater)
αὔρα
1 breeze νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.72) ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι (O. 7.95) ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε (τὴν χλανίδα. Σ.) (O. 9.97) σὺν Νότου δ' αὔραις (P. 4.203)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. αὔρη Od.5.469, AP 6.220.9 (Diosc.), Opp.H.4.114
I 1viento suave, brisa, aura gener. procedente del mar o ríos αὔ. δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Od.l.c., εὐκρινέες τ' αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων Hes.Op.670, ὠκεανίδες Pi.O.2.72, κλυσιδρομὰς Tim.15.81, cf. Lyr.Adesp.5.1, αὔρας ἀποπνευούσας μοῦνος πάντων ποταμῶν οὐ παρέχεται ref. al Nilo, Hdt.2.19, cf. Hld.2.28.5, εἰ μὲν αὔ. φέροι ... X.HG 6.2.29, καλοῦμεν ... αὔρας δὲ τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοάς Arist.Mu.394b13, ἔστη εἰς αὔραν LXX Ps.106.29, θαλάσσης Pamprepius 3.13
•gener. viento suave, brisa ὀπωρίνη h.Merc.147, Βορήϊαι B.17.6, αὔ. φέρουσα ἀπὸ χρηστῶν τόπων ὑγίειαν Pl.R.401c, αὔρας θηρεύω μαλακάς X.Oec.20.18, ἐκεῖνα (τὰ ἐν γῇ φυόμενα) ... οὐ δύναται ὀρθοῦσαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι X.Smp.2.25, αὔραν καὶ φωνὴν ἤκουν LXX Ib.4.16, αἱ δ ἡδοναὶ καθάπερ αὖραι ... διαχέονται Plu.2.1087e, ἑπτὰ δ' ἔδωκε θάσσονας αὐράων Κυνοσουρίδας Call.Dian.94, λεπταλέαι Musae.257, νυκτεριναί Ast.Am.Hom.3.6.4, βαρυηχὴς αὔ. viento violento, GDRK 60.2.16, ref. al viento sideral ἀπὸ τῶν ἀστέρων αὔρας Plu.2.878f. (= Leucipp.A 24)
•soplo, impulso del viento σὺν Νότου δ' αὔραις ... πεμπόμενοι Pi.P.4.203, ἔπλευσεν Ζεφύρου ... αὔρᾳ A.A.693, del viento en un instrumento musical πνεύματος εὔπτερον αὔραν ἀμφιπλέκων καλάμοις trenzando con las cañas un soplo de viento de bellas alas Telest.2.4
•personif. αἱ Αὖραι las Auras o las Brisas hijas de Bóreas, Q.S.1.684, Orph.A.340.
2 oleada olorosa, vaharada, olor de incienso, Ar.Au.1717, de pescados fritos, Antiph.217.22 (cód.), de una comida deliciosa δεῖπνον ὄζον αὔρας Ἀττικῆς Dionys.Com.2.40, del olor de la hembra de ciertos peces αὔρῃ ... φιλοτησίῃ Opp.l.c.
II fig.
1 aliento, vida αὔραις ἀδόλοις γενναίας ἀλόχοιο E.Supp.1029, cf. 1048.
2 soplo, impulso del destino, etc. μετάτροποι πνέουσιν αὖραι δόμων E.El.1148, cf. Ar.Pax 945, ἀντιπνεῖ δὲ πολλάκις εὐτυχίᾳ δεινά τις αὔ. Hermol.Syr.1.5, μικρά τις ἀπελείπετο αὔ. βοηθείας Ph.2.519
•inspiración δαίμονος AP 6.220.9 (Diosc.).
3 sobrecogimiento, oleada de temor, escalofrío δι' ἐμᾶς ᾖξέν ποτε νηδύος ἅδ' αὔ. también llegó a mi vientre un día esta ráfaga ref. al miedo al parto, E.Hipp.166
•medic. latido del pulso, Gal.19.411
•ataque epiléptico Gal.8.194.
• Etimología: De la raíz *H2u̯eHi̯1- ‘soplar’ en grado ø *H2uHi̯1 c. vocalización de H2 inicial, cf. lit. andra, het. ḫuwantes ‘vientos’.
Greek Monolingual
η (AM αὔρα)
1. η ελαφρά και δροσερή πνοή του ανέμου που έρχεται κυρίως από τη θάλασσα, αεράκι
2. η πνιγμονή που προηγείται από την επιληπτική κρίση
νεοελλ.
φρ.
1. «απόγεια αύρα» — η αύρα που πνέει από τη στεριά προς τη θάλασσα
2. «θαλάσσια αύρα» — η αύρα που πνέει από τη θάλασσα προς τη στεριά, ο μπάτης
αρχ.
1. η ψύχρα του πρωινού
2. ούριος, ευνοϊκός άνεμος κατά το ταξίδι
3. το θυμίαμα των θυσιών
4. τρεμούλα, ανατριχίλα, ανατρίχιασμα
5. φρ. «μετάτροπος αὔρα» ή «μετάτροποι αὖραι» — το ευμετάβλητο των ανθρωπίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η αύρα συνδέεται με τη λ. αήρ, αν και ο συσχετισμός αυτός δεν ερμηνεύει τη δομή και τη σημασία της λ. αύρα, αφού ο όρος αήρ σήμαινε κυρίως «την ομίχλη». Επίσης η υπόθεση κατά την οποία ο τ. αύρα προέρχεται από θ. ∂2e-w∂1- που συνδέεται με το θ. ϑ2w-e∂1- > άημι «φυσώ» (πρβλ. αρχ. ινδ. vati), δεν δικαιολογεί την κύρια σημασία της λ. αύρα «δροσερή και ελαφρά πνοή ανέμου», διάφορη της λ. άελλα. Ο όρος αύρα χρησιμοποιείται άπαξ στην Οδύσσεια για να δηλώσει «το πρωινό αεράκι που σηκώνεται από ποτάμι» ενώ στον Ησίοδο αναφέρεται η θαλάσσια αύρα. Η λ., αν και σπάνια στον πεζό λόγο, απαντά στον Πλάτωνα, τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα, μεταφορική δε σημασία αποκτά κυρίως στην τραγωδία (Ευριπίδης). Τέλος, ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει την αύρα ως «το δροσερό αεράκι που ανεβαίνει από το νερό»].