βετεράνος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(big3_8)
(7)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[οὐετρανός]].
|dgtxt=v. [[οὐετρανός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM βετερᾱνος)<br />ο [[εμπειροπόλεμος]] [[παλαιός]] [[πολεμιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξασκημένος, [[έμπειρος]] σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (λατ. επίθ.) <i>veteranus</i> (-<i>a</i>, -<i>um</i>) «[[παλαιός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>vetus</i>, <i>veteris</i> «[[παλαιός]], [[αρχαίος]]»)].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

βετεράνος: βέτρανος, ὁ, Λατ. veteranus, Συλλ. Ἐπιγρ. 6557, 3112.

Spanish (DGE)

v. οὐετρανός.

Greek Monolingual

ο (AM βετερᾱνος)
ο εμπειροπόλεμος παλαιός πολεμιστής
αρχ.
εξασκημένος, έμπειρος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. επίθ.) veteranus (-a, -um) «παλαιός» (< vetus, veteris «παλαιός, αρχαίος»)].