δαγύς: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δᾱγύς) -ῦδος, ἡ [[muñeca de cera]] Erinn.<i>SHell</i>.401.21, Theoc.2.110. | |dgtxt=(δᾱγύς) -ῦδος, ἡ [[muñeca de cera]] Erinn.<i>SHell</i>.401.21, Theoc.2.110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=δογύς (δαγῡδος), η (Α)<br />μικρό κέρινο [[ομοίωμα]] ανθρώπου, [[κούκλα]] που χρησίμευε [[συνήθως]] σε μαγικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τεχνικό όρο της δωρικής διαλέκτου, άγνωστης ετυμολογίας]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ῦδος, ἡ,
A wax doll, used in magic rites, puppet, Theoc.2.110.
German (Pape)
[Seite 513] ῦδος, ἡ, eine wächserne Puppe der Zauberer, Theocr. 2, 110 (die Lesart δατύς des Hesych. ist minder gut), scheint thessalisch, vgl. κοροκόσμιον.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱγύς: ῦδος, ἡ, ἐκ κηροῦ πλαγγ ὼν χρησιμεύουσα εἰς μαγικὰς τελετάς, Θεόκρ. 2. 110· ἔνθα ἕτεροι δατύς. (Πιθ. λέξις Θεσσαλ., πρβλ. Voss Βεργ. Ἐκλ. 2. 73), πρβλ. κοροκόσμιον.
French (Bailly abrégé)
ῦδος (ἡ) :
poupée de cire en usage dans les opérations de magie.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Spanish (DGE)
(δᾱγύς) -ῦδος, ἡ muñeca de cera Erinn.SHell.401.21, Theoc.2.110.
Greek Monolingual
δογύς (δαγῡδος), η (Α)
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κούκλα που χρησίμευε συνήθως σε μαγικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο της δωρικής διαλέκτου, άγνωστης ετυμολογίας].