ἐπιδρομή: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de courir contre ; incursion, attaque : [[ἐξ]] ἐπιδρομῆς PLAT au pied levé, d’emblée, à l’improviste.<br />'''Étymologie:''' ἐπιδραμεῖν, <i>inf. ao.2 de</i> [[ἐπιτρέχω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />action de courir contre ; incursion, attaque : [[ἐξ]] ἐπιδρομῆς PLAT au pied levé, d’emblée, à l’improviste.<br />'''Étymologie:''' ἐπιδραμεῖν, <i>inf. ao.2 de</i> [[ἐπιτρέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐπιδρομή]])<br /><b>1.</b> αιφνιδιαστική και γρήγορη [[επίθεση]] ή [[εισβολή]] («οι επιδρομές τών βαρβάρων»)<br /><b>2.</b> αιφνιδιαστική και βίαιη [[μετακίνηση]] ή [[εμφάνιση]] («[[επιδρομή]] ακρίδων», «κυμάτων [[ἐπιδρομή]])»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίνηση]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> σύντομη, βιαστική [[μελέτη]] ή [[εξέταση]] («ἐν τῇ ἐπιδρομῇ τῶν φιλοσόφων»)<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[απόβαση]]<br /><b>4.</b> [[συγκέντρωση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἐπιδρομῆς» — αιφνίδια, [[πρόχειρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δραμείν</i> απρμφ. αορίστου του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>δραμείν</i> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A running over, inroad, κυμάτων Arist. Mu.400a26 (pl.); onward motion, IGRom.4.503.34 (Pergam.). 2. metaph., brief notice, Phld.Rh.2.268S.; ἐν τῇ ἐ. τῶν φιλοσόφων in his summary notice of them, D.L.7.48; summary, προειρημένων λόγων Corn.Rh.p.389H.; ἀποδείξεων Dam.Pr.369; ἐπιτομὰς ἢ συνάψεις ἢ ἐπιδρομάς Gal.9.431; ὡς ἐν ἐπιδρομῇ δεδείχθω Iamb.in Nic. p.72P. II. inroad, raid, attack, Th.4.34, 56; τῷ τειχίσματι ib. 23; ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή plundering by means of an inroad, Hdt. 1.6: hence ἐξ ἐπιδρομῆς on the spur of the moment, ἐξ ἐ. αἱρέσεις ποιεῖσθαι Pl.R.619d; εἰπεῖν Plu.Ant.80, cf. Men.Pk.148; cursorily, μνήμην ποιήσασθαι φαύλως καὶ ἐξ ἐ. D.H.Pomp.3 (so κατ' ἐπιδρομήν Aps.Rh.p.258H.); μηδὲν ἐξ ἐ. παθεῖν by a sudden attack, D.21.138, cf. D.H.2.3. III. office of inspector, τῆς μητροπόλεως PFay. 23.2 (ii A.D.). IV. a place to which ships run in, landing-place, Λιβύης . . ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομάς E.Hel.404; πλοῦν οὔριον . . Ἰλίου τ' ἐπιδρομάς Id.IA1597; τὰς ἐ. τῆς θαλάσσης διαχῶσαι Phalar.Ep. 62. V. flow of blood (to an atrophied part), Hp.Off.24.
German (Pape)
[Seite 939] ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung, Thuc. 4, 23 u. öfter; bes. von einem plötzlichen Angriff. wie auch Her. 1, 6 ἁρπαγὴ ἐξ ἐπιδρομῆς, eine Plünderung auf einem Streifzuge, der Unterwerfung des Landes entgegengesetzt ist; so auch Pol. u. Plut. δέχεσθαι τὴν τῶν πολεμίων ἐπιδρομήν Caes. 44; σημαίνων ἐπιδρομήν, das Zeichen zum Angriff geben, Camill. 34; – ἐξ ἐπιδρομῆς, adverbial, durch Ueberfall, unerwartet, τὰς αἱρέσεις ποιεῖσθαι Plat. Rep. X, 619 b; μηδὲν ἐξ ἐπ. παθεῖν Dem. 21, 138; auch λέγειν, aus dem Stegreif, Plut. Anton. 80. – Bei Eur. Hel. 404, Λιβύης ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομὰς πέπλευκα, heißt es Zugänge, Gestade.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de courir contre ; incursion, attaque : ἐξ ἐπιδρομῆς PLAT au pied levé, d’emblée, à l’improviste.
Étymologie: ἐπιδραμεῖν, inf. ao.2 de ἐπιτρέχω.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιδρομή)
1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων»)
2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)»
αρχ.
1. κίνηση προς τα εμπρός
2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή εξέταση («ἐν τῇ ἐπιδρομῇ τῶν φιλοσόφων»)
3. τόπος κατάλληλος για απόβαση
4. συγκέντρωση
5. φρ. «ἐξ ἐπιδρομῆς» — αιφνίδια, πρόχειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομή (< δραμείν απρμφ. αορίστου του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. και δραμείν συνεσταλμένη βαθμίδα)].