ἑτοιμολογία: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(6_11) |
(14) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτοιμολογία''': ἡ, τὸ ἑτοίμως καὶ εὐχερῶς λέγειν, Ἐπιφάν. ΙΙ. 376Α: - ἑτοιμο-[[λόγος]], ον, ἕτοιμος εἰς τὸ λέγειν, ὁ ἑτοίμως ἀπαντῶν, Φωτίου Λεξ. ἐν λ. [[εὑρεσίλογος]]. | |lstext='''ἑτοιμολογία''': ἡ, τὸ ἑτοίμως καὶ εὐχερῶς λέγειν, Ἐπιφάν. ΙΙ. 376Α: - ἑτοιμο-[[λόγος]], ον, ἕτοιμος εἰς τὸ λέγειν, ὁ ἑτοίμως ἀπαντῶν, Φωτίου Λεξ. ἐν λ. [[εὑρεσίλογος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμολογία]]) [[ετοιμόλογος]]<br />η [[ετοιμότητα]] στον λόγο, το να απαντά [[κάποιος]] με [[άνεση]] και [[ευχέρεια]], το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῡ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[προχειρολογία]]<br /><b>2.</b> η πνευματική [[ευστροφία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1052] ἡ, Geneigtheit zum Reden, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμολογία: ἡ, τὸ ἑτοίμως καὶ εὐχερῶς λέγειν, Ἐπιφάν. ΙΙ. 376Α: - ἑτοιμο-λόγος, ον, ἕτοιμος εἰς τὸ λέγειν, ὁ ἑτοίμως ἀπαντῶν, Φωτίου Λεξ. ἐν λ. εὑρεσίλογος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμολογία) ετοιμόλογος
η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῡ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)
νεοελλ.
1. η προχειρολογία
2. η πνευματική ευστροφία.