θωπικός: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6_10)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θωπικός''': -ή, -όν, (θώψ) = [[θωπευτικός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1037. - Ἐπίρρ. –κῶς, Σουΐδ.
|lstext='''θωπικός''': -ή, -όν, (θώψ) = [[θωπευτικός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1037. - Ἐπίρρ. –κῶς, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θωπικός]], -ή, -όν (Α) [[θωψ]]<br />[[θωπευτικός]]. Επίρ. <i>θωπικῶς</i> (Α)<br />θωπευτικώς.
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωπικός Medium diacritics: θωπικός Low diacritics: θωπικός Capitals: ΘΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: thōpikós Transliteration B: thōpikos Transliteration C: thopikos Beta Code: qwpiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (θώψ)

   A = θωπευτικός, Id.Lys.1037, Max.Tyr. 9.7. Adv. -κῶς Suid.

German (Pape)

[Seite 1230] = θωπευτικός, Ar. Lys. 1037; Adv., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θωπικός: -ή, -όν, (θώψ) = θωπευτικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1037. - Ἐπίρρ. –κῶς, Σουΐδ.

Greek Monolingual

θωπικός, -ή, -όν (Α) θωψ
θωπευτικός. Επίρ. θωπικῶς (Α)
θωπευτικώς.