ἑτερόμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόμαλλος''': -ον, [[λάσιος]], δασὺς, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Στράβ. 218. - ἑτερομαλλής, ές, «καυνάκαι· στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ. ἐν λ. καυνάκαι (ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22, τὸ ἑτερομαλλῆ ὡς ἀσύστατον [[τρεπτέον]] εἰς τὸ ἑτερόμαλλα).
|lstext='''ἑτερόμαλλος''': -ον, [[λάσιος]], δασὺς, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Στράβ. 218. - ἑτερομαλλής, ές, «καυνάκαι· στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ. ἐν λ. καυνάκαι (ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22, τὸ ἑτερομαλλῆ ὡς ἀσύστατον [[τρεπτέον]] εἰς τὸ ἑτερόμαλλα).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόμαλλος]], -ον και ἑτερομαλλής, -ές (Α)<br />με [[μαλλί]] στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾱν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαλλός]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>δασύ</i>-<i>μαλλος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόμαλλος Medium diacritics: ἑτερόμαλλος Low diacritics: ετερόμαλλος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: heterómallos Transliteration B: heteromallos Transliteration C: eteromallos Beta Code: e(tero/mallos

English (LSJ)

ον,

   A woolly, shaggy on one side, Str. 5.1.12: alsoἑτερο-μαλλής, ές, Hsch.s.v. καυνάκαι.

German (Pape)

[Seite 1049] auf der einen Seite zottig, Strab. V p. 218.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόμαλλος: -ον, λάσιος, δασὺς, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Στράβ. 218. - ἑτερομαλλής, ές, «καυνάκαι· στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ. ἐν λ. καυνάκαι (ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22, τὸ ἑτερομαλλῆ ὡς ἀσύστατον τρεπτέον εἰς τὸ ἑτερόμαλλα).

Greek Monolingual

ἑτερόμαλλος, -ον και ἑτερομαλλής, -ές (Α)
με μαλλί στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾱν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + μαλλός, πρβλ. δασύ-μαλλος].