ἰταμεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(6_5) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰτᾰμεύομαι''': ἀποθ., φέρομαι ἰταμῶς, Ἰουλιαν. Λόγ. 7, πρὸς Ἡράκλ. Κυνικ. σ. 210, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 582. | |lstext='''ἰτᾰμεύομαι''': ἀποθ., φέρομαι ἰταμῶς, Ἰουλιαν. Λόγ. 7, πρὸς Ἡράκλ. Κυνικ. σ. 210, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 582. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰταμεύομαι]] (Α) [[ιταμός]]<br /><b>(αποθ.)</b> φέρομαι με [[θράσος]], με [[προκλητικότητα]], με [[αναίδεια]], φέρομαι αδιάντροπα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ],
A to be ἰταμός, interpol. in Jul.Or.7.210c.
German (Pape)
[Seite 1274] ein ἰταμός sein, sich wie ein dreister, kecker Mensch betragen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτᾰμεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἰταμῶς, Ἰουλιαν. Λόγ. 7, πρὸς Ἡράκλ. Κυνικ. σ. 210, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 582.
Greek Monolingual
ἰταμεύομαι (Α) ιταμός
(αποθ.) φέρομαι με θράσος, με προκλητικότητα, με αναίδεια, φέρομαι αδιάντροπα.