κατάνευρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάνευρος''': -ον, [[πλήρης]] νεύρων ἢ ἰνῶν, [[νευρώδης]], Ἱππιατρ.
|lstext='''κατάνευρος''': -ον, [[πλήρης]] νεύρων ἢ ἰνῶν, [[νευρώδης]], Ἱππιατρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάνευρος]], -ον (Μ)<br />[[γεμάτος]] [[νεύρα]] ή ίνες («κατάνευρα μέρη», Ιππιατρ.).
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάνευρος Medium diacritics: κατάνευρος Low diacritics: κατάνευρος Capitals: ΚΑΤΑΝΕΥΡΟΣ
Transliteration A: katáneuros Transliteration B: kataneuros Transliteration C: katanevros Beta Code: kata/neuros

English (LSJ)

ον,

   A full of nerves or sinews, μέρη, τόπος, Hippiatr.57, 96.

German (Pape)

[Seite 1365] nervig, voll Nerven, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάνευρος: -ον, πλήρης νεύρων ἢ ἰνῶν, νευρώδης, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κατάνευρος, -ον (Μ)
γεμάτος νεύρα ή ίνες («κατάνευρα μέρη», Ιππιατρ.).