κεβλή: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(Bailly1_3)
(20)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>poét. c.</i> [[κεφαλή]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>poét. c.</i> [[κεφαλή]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεβλή]] και κέβλη και [[κεβαλή]], ἡ (Α)<br />[[κεφαλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκεκομμένος τ. του [[κεβαλή]] που [[είναι]] της αρχ. μακεδονικής διαλέκτου, σχηματισμένος με την [[τροπή]] του δασέος σε [[μέσο]] (<i>φ</i> &GT; <i>β</i>), που αποτελεί γνωστό φωνολ. χαρακτηριστικό της αρχ. μακεδόνικης διαλέκτου].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεβλή Medium diacritics: κεβλή Low diacritics: κεβλή Capitals: ΚΕΒΛΗ
Transliteration A: keblḗ Transliteration B: keblē Transliteration C: kevli Beta Code: keblh/

English (LSJ)

(on the accent, v. Hdn.Gr.1.318), ἡ, Maced. form of κεφαλή, Call.Fr.140, cf. EM498.41: κεβαλή, ib.195.39, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
poét. c. κεφαλή.

Greek Monolingual

κεβλή και κέβλη και κεβαλή, ἡ (Α)
κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. του κεβαλή που είναι της αρχ. μακεδονικής διαλέκτου, σχηματισμένος με την τροπή του δασέος σε μέσο (φ > β), που αποτελεί γνωστό φωνολ. χαρακτηριστικό της αρχ. μακεδόνικης διαλέκτου].