κύδιστος: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(Autenrieth) |
(22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[most]] [[glorious]]. | |auten=[[most]] [[glorious]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κύδιστος]], -ίοτη, -ον (Α)<br />(υπερθ. του [[κυδρός]])<br /><b>1.</b> πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[μέγιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. [[κυδρός]] (σχηματισμένος από το θ. της λ. [[κῦδος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιστος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αἴσχ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αἰσχρός]], <i>ἔχθ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐχθρός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, Sup. of κυδρός,
A most honoured, noblest, in Hom. freq. of Zeus and Agamemnon, Ζεῦ κύδιστε μέγιστε Il.2.412, al.; Ἀτρεΐδη κ. 1.122, al.; of Athena, 4.515, Od.3.378; of Hera, h.Ven.42; of Leto, h.Ap.62; of Anchises, h.Ven.108; κύδιστ' Ἀχαιῶν A.Fr.238 (lyr.). 2 of things, greatest, κύδιστ' ἀχέων Id.Supp.13 (anap.): in Trag., Comp. κῡδίων [ῑ], ον, gen. ονος, τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον; what profits it me to live? E.Alc.960 (s.v.l.), cf. Andr.639 (v.l. κύδιστον).
German (Pape)
[Seite 1524] superl., u. κυδίων, ον, compar. von κῦδος unmittelbar abgeleitet, zu κυδρός gehörig, ruhmvoller, der ruhmvollste, berühmteste; Hom. nennt κύδιστος sowohl den Zeus, Il. 24, 308, u. die Athene, Διὸς θυγάτηρ κυδίστη 4, 515, als auch den Agamemnon, 1, 122; auch Aesch. Suppl. 13 u. frg. hat den superl., wie Eur. den compar., Androm. 640; τί μοι ζῆν κύδιον; was frommt es mir zu leben (vgl. κέρδιον)? Alc. 963. Vgl. κυδέστερος.
Greek (Liddell-Scott)
κύδιστος: ῡ, η, ον, ὑπερθ. τοῦ κυρδός, (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κῦδος, ὡς τὸ αἴσχιστος, τὸ ὑπερθ. τοῦ αἰσχρός, ἐκ τοῦ αἶσχος), ἐνδοξότατος, μεγάλως τιμώμενος, περιφημότατος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, τῶν πρώτων δηλ. τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἰλ. Δ. 515, Ὀδ. Γ. 378· τῆς Ἥρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 42· τῆς Λητοῦς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 62· τοῦ Ἀγχίσου, Ὕμν. Ὁμ εἰς Ἀφρ. 108· κύδιστ’ Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 92. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μέγιστος, κύδιστ’ ἀχέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 14· οὕτω παρ’ Ἀττ., συγκρ. κῡδίων, ον, γεν. ονος, τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον; τί με ὠφελεῖ νὰ ζῶ; Εὐρ. Ἄλκ. 960, πρβλ. Ἀνδρ. 639.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très glorieux, très illustre.
Étymologie: κῦδος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κύδιστος, -ίοτη, -ον (Α)
(υπερθ. του κυδρός)
1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.)
2. (για πράγματα) μέγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. -ιστος (πρβλ. αἴσχ-ιστος < αἰσχρός, ἔχθ-ιστος < ἐχθρός)].