κύκυον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_4)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύκυον''': «τὸν σικυὸν» Ἡσύχ.
|lstext='''κύκυον''': «τὸν σικυὸν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κύκυον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸν σικυόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κυκύιζα]]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κύκυον: «τὸν σικυὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κύκυον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸν σικυόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κυκύιζα].