κυνάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_16)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνάνθρωπος''': -ον, «σκυλλάνθρωπος», [[νόσος]] κ., καθ’ ἣν ὁ πάσχων [[ἄνθρωπος]] νομίζει ἑαυτὸν κύνα, Γαλην. 10. 502· πρβλ. [[λυκάνθρωπος]].
|lstext='''κῠνάνθρωπος''': -ον, «σκυλλάνθρωπος», [[νόσος]] κ., καθ’ ἣν ὁ πάσχων [[ἄνθρωπος]] νομίζει ἑαυτὸν κύνα, Γαλην. 10. 502· πρβλ. [[λυκάνθρωπος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κυνάνθρωπος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ψυχοπαθής]] που φαντάζεται ότι [[είναι]] [[σκύλος]]<br /><b>2.</b> [[αναιδής]] σαν τον [[σκύλο]], σκυλάνθρωπος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[νόσος]] [[κυνάνθρωπος]]» — [[κυνανθρωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], <i>κυνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνάνθρωπος Medium diacritics: κυνάνθρωπος Low diacritics: κυνάνθρωπος Capitals: ΚΥΝΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: kynánthrōpos Transliteration B: kynanthrōpos Transliteration C: kynanthropos Beta Code: kuna/nqrwpos

English (LSJ)

ον,

   A of a dog-man, νόσος κ. a malady in which a man imagines himself to be a dog, Gal.19.719, Antioch.Astr.in Cat.Cod. Astr.7.115.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάνθρωπος: -ον, «σκυλλάνθρωπος», νόσος κ., καθ’ ἣν ὁ πάσχων ἄνθρωπος νομίζει ἑαυτὸν κύνα, Γαλην. 10. 502· πρβλ. λυκάνθρωπος.

Greek Monolingual

ο (AM κυνάνθρωπος, -ον)
νεοελλ.
1. ψυχοπαθής που φαντάζεται ότι είναι σκύλος
2. αναιδής σαν τον σκύλο, σκυλάνθρωπος
αρχ.
φρ. «νόσος κυνάνθρωπος» — κυνανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄνθρωπος.