λαῖμα: Difference between revisions
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(6_21) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαῖμα''': τό, ἄδηλός τις [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. [[λαῖτμα]], [[ὅθεν]] ὁ Bentl. διώρθωσε [[λαῖγμα]], [[θυσία]], [[θῦμα]] (ἴδε [[λαῖγμα]]). | |lstext='''λαῖμα''': τό, ἄδηλός τις [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. [[λαῖτμα]], [[ὅθεν]] ὁ Bentl. διώρθωσε [[λαῖγμα]], [[θυσία]], [[θῦμα]] (ἴδε [[λαῖγμα]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τα<br /><b>βλ.</b> [[λαιμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, dub. in Ar.Av.1563 (λαῖτμα cod. Ven., λαῖγμα (cf. λαίγματα) Bentley).
German (Pape)
[Seite 7] τό, = λῆμα, mit Anspielung auf λαιμός u. αἷμα, Ar. Av. 1559; doch schwankt die Lesart u. die Erkl.
Greek (Liddell-Scott)
λαῖμα: τό, ἄδηλός τις λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1563· τὸ Ἑνετ. Ἀντίγραφ. λαῖτμα, ὅθεν ὁ Bentl. διώρθωσε λαῖγμα, θυσία, θῦμα (ἴδε λαῖγμα).
Greek Monolingual
τα
βλ. λαιμός.