κύρημα: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(6_21)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύρημα''': τό, = [[κύρμα]], «[[ἐπίτευγμα]], [[συγκύρημα]], [[ἕρμαιον]]» Σουΐδ., Φώτ.
|lstext='''κύρημα''': τό, = [[κύρμα]], «[[ἐπίτευγμα]], [[συγκύρημα]], [[ἕρμαιον]]» Σουΐδ., Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κύρημα]], τὸ (Α) [[κύρω]]<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[κύρμα]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρημα Medium diacritics: κύρημα Low diacritics: κύρημα Capitals: ΚΥΡΗΜΑ
Transliteration A: kýrēma Transliteration B: kyrēma Transliteration C: kyrima Beta Code: ku/rhma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A = κύρμα, windfall, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1536] τό, was Einem begegnet, zustößt, = κύρμα, von Suid. ἐπίτευγμα, ἕρμαιον erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κύρημα: τό, = κύρμα, «ἐπίτευγμα, συγκύρημα, ἕρμαιον» Σουΐδ., Φώτ.

Greek Monolingual

κύρημα, τὸ (Α) κύρω
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) κύρμα.