λινορραφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />fait de bandes de toile cousues ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ῥάπτω]].
|btext=ής, ές :<br />fait de bandes de toile cousues ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ῥάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λινορραφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ραμμένος με [[νήμα]] από [[λινάρι]]<br /><b>2.</b> αυτός ο [[οποίος]] κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῑς ἁλιῆες», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραφ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ραφ</i>-<i>ή</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολο</i>-<i>ρραφής</i>, <i>πολυ</i>-<i>ρραφής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνορρᾰφής Medium diacritics: λινορραφής Low diacritics: λινορραφής Capitals: ΛΙΝΟΡΡΑΦΗΣ
Transliteration A: linorraphḗs Transliteration B: linorraphēs Transliteration C: linorrafis Beta Code: linorrafh/s

English (LSJ)

ές, (ῥάπτω)

   A sewn of flax, τυλεῖα S.Fr.468; λ. δόμος dub.sens. in A.Supp. 134 (lyr.).    II making nets, ἁλιῆες Nonn.D.23.131.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνορρᾰφής: -ές, (ῥάπτω) ἐρραμμένος διὰ λίνου, τυλεῖον Σοφ. Ἀποσπ. 415c˙ λ. δόμος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 134, μένει ἀνερμήνευτον. ΙΙ. κατασκευάζων δίκτυα, Νόνν. Δ. 23. 121.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de bandes de toile cousues ensemble.
Étymologie: λίνον, ῥάπτω.

Greek Monolingual

λινορραφής, -ές (Α)
1. ραμμένος με νήμα από λινάρι
2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῑς ἁλιῆες», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ραφής (< θ. ραφ-, πρβλ. ραφ-ή), πρβλ. δολο-ρραφής, πολυ-ρραφής].