μεῖστος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[μικρός]].
|btext=v. [[μικρός]].
}}
{{grml
|mltxt=μεῑστος, -η, -ον (ΑM)<br /><b>1.</b> [[ελάχιστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῑστον</i><br />[[τουλάχιστον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετικός [[βαθμός]] του [[μείων]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πλείστος]])].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεῖστος Medium diacritics: μεῖστος Low diacritics: μείστος Capitals: ΜΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: meîstos Transliteration B: meistos Transliteration C: meistos Beta Code: mei=stos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of μείων,

   A least, Hsch., EM676.14, Eust.134.45, Sch.Ar.Pl.627: neut. as Adv., μεῖστον at least, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.). (From μέy-ιστος.)

German (Pape)

[Seite 117] p. superl. zu μείων, Bion. 5, 10; Hesych. erkl. μεῖστον durch ἐλάχιστον.

Greek (Liddell-Scott)

μεῖστος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ μείων, ἐλάχιστος Βίων 5. 10.

French (Bailly abrégé)

v. μικρός.

Greek Monolingual

μεῑστος, -η, -ον (ΑM)
1. ελάχιστος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑστον
τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του μείων (πρβλ. πλείστος)].