ἀκεσίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_3)
(2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκεσίμβροτος''': [ᾰ], -ον, ὁ θεραπεύων βροτούς, περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 8.
|lstext='''ἀκεσίμβροτος''': [ᾰ], -ον, ὁ θεραπεύων βροτούς, περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκεσίμβροτος]], ο (Α)<br />αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, <b>Ορφ.</b> Λιθ. 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκεσίμβροτος Medium diacritics: ἀκεσίμβροτος Low diacritics: ακεσίμβροτος Capitals: ΑΚΕΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: akesímbrotos Transliteration B: akesimbrotos Transliteration C: akesimvrotos Beta Code: a)kesi/mbrotos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A healing mortals, of Asclepius, Orph.L.8; ἀ. ἄνθος Poet. deherb.146.

German (Pape)

[Seite 71] Menschen heilend, Asklepios, bei Orph. Lith. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεσίμβροτος: [ᾰ], -ον, ὁ θεραπεύων βροτούς, περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 8.

Greek Monolingual

ἀκεσίμβροτος, ο (Α)
αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός
πρβλ. τερψίμβροτος.