ἀλυσιτελής: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(T22) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[ἄλφα]]) τό, indeclinable: Revelation 22:13. See A. | |txtha=([[ἄλφα]]) τό, indeclinable: Revelation 22:13. See A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἀλυσιτελής]]) αυτός που δεν αποφέρει [[ωφέλεια]] ή [[κέρδος]], [[ανώφελος]], [[ασύμφορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη [[ευνοϊκός]], ο [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυσιτελής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλυσιτέλεια]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A unprofitable, Pl.Cra.417d, X.Oec.14.5, Polystr.p.18 W.; of a person, ἀ. τῇ πόλει Bato 2.9: Sup. -έστατος Aeschin.1.105. Adv. -λῶς X. Mem.1.7.2, Hierocl.in CA12p.447M., etc. II Medic., unfavourable, of symptoms, Hp.Prog.14.
German (Pape)
[Seite 111] ές, nichts nützend, nichts einbringend, ἀνωφελὲς καὶ ἀλ. Plat. Crat. 417 d. Oefter bei den Rednern, auch schädlich. – Adv., Xen. Mem. 1, 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῡσῐτελής: -ές, ἀνωφελής, Ἱππ. Προγν. 41, Πλάτ. Κρατ. 417D., Ξεν. Οἰκ. 14, 5, Βάτων ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9: - ὑπερθετ. -έστατος, Αἰσχίν. 15. 8. - Ἐπίρρ. -λῶς, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
désavantageux.
Étymologie: ἀ, λυσιτελής.
Spanish (DGE)
(ἀλῡσῐτελής) -ές
I 1desventajoso, no provechoso, que no merece la pena ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.Vect.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.AI 16.224
•no provechoso, inútil Pl.Cra.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.Oec.14.5, δικαιοσύνη Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.Stoic.3.22, σπο[υδαῖ] αι πράξεις πολλά[κις ἀ] λυ[σ] ιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B
•c. dat., Bato 2.9.
2 perjudicial, dañino esp. en rel. c. la ciu. ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105
•c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν Ep.Hebr.13.17
•en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με ἀεί τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos, PSI 441.21 (III a.C.).
3 de síntomas malo, desfavorable (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.Prog.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.Coac.393, cf. Thphr.Sud.4.
4 de mala calidad, de bajo valor de semillas PTeb.68.31 (II a.C.).
II adv. -ῶς sin provecho, sin beneficio βιώσεται X.Mem.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀ. ἔχειν D.61.3
•desventajosamente ἀ. μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.AI 15.192
•ἐπὶ τῶν ἀ. γαμούντων Prou.Bodl.176.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and the base of λυσιτελεῖ; gainless, i.e. (by implication) pernicious: unprofitable.
English (Thayer)
(ἄλφα) τό, indeclinable: Revelation 22:13. See A.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀλυσιτελής) αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, ασύμφορος
αρχ.
(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη ευνοϊκός, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λυσιτελής.
ΠΑΡ. αλυσιτέλεια].