ἁμαξεύω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[surcar con carros]] territorios Αἴγυπτον ... ἁμαξευομένην Hdt.2.108, [[Γόρδιον]] Arr.<i>An</i>.2.3.2, γῆ ... ἁμαξεῦσαι [[ἄπορος]] Philostr.<i>Im</i>.2.24, de caminos ἡ μὲν ἁμαξεύεσθαι δυναμένη Str.4.6.11, ἁμαξεύεται ... ὁ διάπλους Str.7.3.18, ἐπὶ τὴν ... ὁδὸν τὴν ἁμαξευομένην <i>Vit.Aesop.G</i> 4.<br /><b class="num">2</b> fig. ἁ. ... βίοτον arrastrar una vida penosa</i>, <i>AP</i> 9.574.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ser carretero]] Plu.<i>Eum</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[viajar en carro]], <i>AP</i> 7.478 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>[[vivir en carros o carromatos]] Σκυθῶν ὁπόσοι Philostr.<i>VA</i> 7.26. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[surcar con carros]] territorios Αἴγυπτον ... ἁμαξευομένην Hdt.2.108, [[Γόρδιον]] Arr.<i>An</i>.2.3.2, γῆ ... ἁμαξεῦσαι [[ἄπορος]] Philostr.<i>Im</i>.2.24, de caminos ἡ μὲν ἁμαξεύεσθαι δυναμένη Str.4.6.11, ἁμαξεύεται ... ὁ διάπλους Str.7.3.18, ἐπὶ τὴν ... ὁδὸν τὴν ἁμαξευομένην <i>Vit.Aesop.G</i> 4.<br /><b class="num">2</b> fig. ἁ. ... βίοτον arrastrar una vida penosa</i>, <i>AP</i> 9.574.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ser carretero]] Plu.<i>Eum</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[viajar en carro]], <i>AP</i> 7.478 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>[[vivir en carros o carromatos]] Σκυθῶν ὁπόσοι Philostr.<i>VA</i> 7.26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁμαξεύω]] (AM) [[άμαξα]]<br /><b>1.</b> [[διασχίζω]] έναν [[τόπο]] με [[αμάξι]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αμαξηλάτης]], [[οδηγώ]] [[άμαξα]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[χώρα]]) διασχίζομαι από αμαξιτούς δρόμους. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
A traverse with a wagon:—Pass., to be traversed by wagon-roads, of country, Hdt.2.108. 2 metaph., ἁ. βίοτον drag on a weary life, AP9.574. II intr., to be a wagoner, Plu.Eum.1; travel in a wagon, AP7.478 (Leon.); live in wagons, of Scythians, Philostr. VA7.26.
German (Pape)
[Seite 115] ein Frachtfuhrmann sein, Plut. Eum. 1; auchtrauf. βίον ἀβίοτον, das Leben mühselig hinschleppen, gleichsam durchkarren, Ep. ad. 653 (IX. 574). Bei Philostr., von den Scythen, auf Wagen leben. – Pass., mit Frachtwagen befahren werden, Her. 2, 108; Strabo. ὁδὸς ἁμαξεύεσθαι δυναμένη, ein Weg, der mit Lastwagen befahren werden kann.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξεύω: διέρχομαι δι’ ἁμάξης καὶ παθ. διασχίζομαι δι’ ἁμαξιτῶν ὁδῶν, ἐπὶ χώρας, Ἡρόδ. 2. 108. 2) μεταφ., διέρχομαι διὰ κόπου καὶ μόχθου, «ἡμάξευσα καὶ αὐτός... τοῦτον δύσζωον κἀβίοτον βίον», Ἀνθ. Π. ΙΧ. 574. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἁμαξηλάτης, Πλουτ. Εὐμέν. 1, Ἀνθ. Π. VΙΙ. 478: ― ζῶ ἐφ’ ἁμάξης, περὶ τῶν Σκυθῶν, οἵτινες ἦσαν ἁμαξόβιοι, (πρβλ. ἁμαξόβιος) Φιλόστρ. 307.
French (Bailly abrégé)
ao. ἡμάξευσα;
1 être voiturier;
2 parcourir en voiture ; Pass. être fréquenté par les voitures.
Étymologie: ἅμαξα.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I tr.
1 surcar con carros territorios Αἴγυπτον ... ἁμαξευομένην Hdt.2.108, Γόρδιον Arr.An.2.3.2, γῆ ... ἁμαξεῦσαι ἄπορος Philostr.Im.2.24, de caminos ἡ μὲν ἁμαξεύεσθαι δυναμένη Str.4.6.11, ἁμαξεύεται ... ὁ διάπλους Str.7.3.18, ἐπὶ τὴν ... ὁδὸν τὴν ἁμαξευομένην Vit.Aesop.G 4.
2 fig. ἁ. ... βίοτον arrastrar una vida penosa, AP 9.574.
II intr.
1 ser carretero Plu.Eum.1.
2 viajar en carro, AP 7.478 (Leon.)
•vivir en carros o carromatos Σκυθῶν ὁπόσοι Philostr.VA 7.26.
Greek Monolingual
ἁμαξεύω (AM) άμαξα
1. διασχίζω έναν τόπο με αμάξι
2. είμαι αμαξηλάτης, οδηγώ άμαξα
3. παθ. (για χώρα) διασχίζομαι από αμαξιτούς δρόμους.