ἀναμφίλεκτος: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(big3_4) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] ([[ἁρπαγή]]) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη <i>IM</i> 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως <i>PGiss</i>.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.<i>M</i>.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.<i>PE</i> 10.2, I.<i>AI</i> 4.61, Phld.<i>Po</i>.A 13.20.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[indiscutiblemente]] κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles</i>, <i>UPZ</i> 162.5.20 (II a.C.), cf. <i>PPar</i>.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.<i>Rh.Pr</i>.15<br /><b class="num">•</b>[[sin disputa]] φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.<i>M</i>.7.5, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[sin dudar]] ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.<i>HE</i> 10.6.3. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] ([[ἁρπαγή]]) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη <i>IM</i> 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως <i>PGiss</i>.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.<i>M</i>.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.<i>PE</i> 10.2, I.<i>AI</i> 4.61, Phld.<i>Po</i>.A 13.20.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[indiscutiblemente]] κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles</i>, <i>UPZ</i> 162.5.20 (II a.C.), cf. <i>PPar</i>.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.<i>Rh.Pr</i>.15<br /><b class="num">•</b>[[sin disputa]] φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.<i>M</i>.7.5, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[sin dudar]] ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.<i>HE</i> 10.6.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναμφίλεκτος]], -ον) [[ἀμφίλεκτος]]<br />αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, [[αναμφίβολος]], [[αδιαφιλονίκητος]], [[αναντίρρητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = sq.,
A τιμή D.H.9.44; πίστις Longin.7.4. Adv. -τως PPar.15.3.56 (ii B. C.), S.E.M.7.5, Luc.Rh.Pr.15.
German (Pape)
[Seite 198] unbestritten, unbezweifelt, Sp. z. B. τιμή Dion. Hal. 9, 44. – Adv., Luc. rhet. praec. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμφίλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., τιμὴ Διον. Ἁλ. 9. 44, πρβλ. Λουκ. Ρητορ. διδασκ. 15, Λογγῖν., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 5.
Spanish (DGE)
-ον
1 indiscutible (ἁρπαγή) ὑπὸ Πριηνέων ἀ. γεγενημένη IM 93c 23 (II a.C.), τιμή D.H.9.44, ἀνεπιεικὲς καὶ ἀναμφίλεκτον πάντως PGiss.108.5 (II a.C.), ἀληθῆ καὶ ἀναμφίλεκτα S.E.M.8.375, πίστις Longin.7.4, cf. Eus.PE 10.2, I.AI 4.61, Phld.Po.A 13.20.
2 adv. -ως indiscutiblemente κεκυριευκέναι αὐτοὺς μέχρι τοῦ νῦν ἀναμφιλέκτως que hasta ahora han sido los dueños indiscutibles, UPZ 162.5.20 (II a.C.), cf. PPar.15.3.56 (II a.C.), λέγειν Luc.Rh.Pr.15
•sin disputa φυσικὸν ... ὑπεστήσαντο μέρος ... κατὰ πάντας καὶ ἀ. S.E.M.7.5, cf. Hsch.
•sin dudar ἀ. ... αἰτῆσαι ὀφείλεις Const. en Eus.HE 10.6.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναμφίλεκτος, -ον) ἀμφίλεκτος
αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, αναμφίβολος, αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.