ἀνέμπληστος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
(c2)
(4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] [[θέαμα]] Themist., ein Anblick, an dem man sich nicht satt sehen kann, l. d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] [[θέαμα]] Themist., ein Anblick, an dem man sich nicht satt sehen kann, l. d.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέμπληστος]], -ον) [[εμπίμπλημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν χορταίνει, ο [[άπληστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να γεμίσει με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀνέμπληστον [[θέαμα]]» — [[θέαμα]] που δεν χορταίνει να το βλέπει [[κανείς]].
}}
}}

Revision as of 06:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμπληστος Medium diacritics: ἀνέμπληστος Low diacritics: ανέμπληστος Capitals: ΑΝΕΜΠΛΗΣΤΟΣ
Transliteration A: anémplēstos Transliteration B: anemplēstos Transliteration C: anemplistos Beta Code: a)ne/mplhstos

English (LSJ)

ον,

   A of which one cannot have one's fill, θέαμα v.l. in Them.Or.2.40b.

German (Pape)

[Seite 223] θέαμα Themist., ein Anblick, an dem man sich nicht satt sehen kann, l. d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέμπληστος, -ον) εμπίμπλημι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος
2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι
αρχ.
φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» — θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς.