ἀντάλλαγος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀντάλλᾰγος) -ον<br />[[suplente]] ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός· ἀλλ' [[ἀντάλλαγος]] se ha largado nuestro buen adúltero; ya (vendrá) otro que lo sustituya</i> Men.<i>Fr</i>.16, θυγατέρα ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.220, τοῦτο ... ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.446.
|dgtxt=(ἀντάλλᾰγος) -ον<br />[[suplente]] ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός· ἀλλ' [[ἀντάλλαγος]] se ha largado nuestro buen adúltero; ya (vendrá) otro que lo sustituya</i> Men.<i>Fr</i>.16, θυγατέρα ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.220, τοῦτο ... ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.446.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντάλλαγος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανταλλάχθηκε με άλλον.
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντάλλᾰγος Medium diacritics: ἀντάλλαγος Low diacritics: αντάλλαγος Capitals: ΑΝΤΑΛΛΑΓΟΣ
Transliteration A: antállagos Transliteration B: antallagos Transliteration C: antallagos Beta Code: a)nta/llagos

English (LSJ)

ον,

   A exchanged for another, Men. 16,254,513.

German (Pape)

[Seite 243] umgetauscht, Menand. bei Suid. Bei B. A. 410 steht dafür nach Mein. falsch ἀνταλλαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντάλλαγος: -ον, «ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον. Μένανδρος (ἐν) Κανηφόρῳ: ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον. (ἐν) Χήρᾳ: ἑκοῦσα δ’ ἀδελφὴ ποιήσει τοῦτὸ σοι ἀντάλλαγόν γ’ ἕξουσα τούτῳ διδομένη καὶ ἐν Ἁλιεῖ: ἐκλελάκτισεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός, ἀλλ’ ἀντάλλαγος». Σουΐδ.

Spanish (DGE)

(ἀντάλλᾰγος) -ον
suplente ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός· ἀλλ' ἀντάλλαγος se ha largado nuestro buen adúltero; ya (vendrá) otro que lo sustituya Men.Fr.16, θυγατέρα ἀντάλλαγον Men.Fr.220, τοῦτο ... ἀντάλλαγον Men.Fr.446.

Greek Monolingual

ἀντάλλαγος, -ον (Α)
αυτός που ανταλλάχθηκε με άλλον.