ἄνους: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἄνοος]].
|dgtxt=v. [[ἄνοος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (AM [[ἄνους]] και [[ἄνοος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[άμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[επιπόλαιος]], [[ασύνετος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[άνοια]].
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνους Medium diacritics: ἄνους Low diacritics: άνους Capitals: ΑΝΟΥΣ
Transliteration A: ánous Transliteration B: anous Transliteration C: anous Beta Code: a)/nous

English (LSJ)

ουν, contr. for ἄνοος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνους: ουν, (= ἀνούατος, ἄωτος, ἄνευ ὠτὸς ἤτοι λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, ἄνους... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. ἄνοος.

Spanish (DGE)

v. ἄνοος.

Greek Monolingual

-ουν (AM ἄνους και ἄνοος, -ον)
1. άμυαλος, ανόητος
2. επιπόλαιος, ασύνετος
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από άνοια.