ἀντιπεπονθός: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(6_12) |
(5) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπεπονθός''': ἴδε ἐν λ. [[ἀντιπάσχω]]. - Ἐπίρρ. -θότως Ἀρχιμ. ἐπιπέδ. ἰσορροπ. 1. 7, καὶ οὐσιαστ. -[[πεπόνθησις]], ἡ, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 75. | |lstext='''ἀντιπεπονθός''': ἴδε ἐν λ. [[ἀντιπάσχω]]. - Ἐπίρρ. -θότως Ἀρχιμ. ἐπιπέδ. ἰσορροπ. 1. 7, καὶ οὐσιαστ. -[[πεπόνθησις]], ἡ, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 75. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[αντιπάσχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
reciprocity, requital, suffering in turn, karma v. ἀντιπάσχω https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=460407.0
German (Pape)
[Seite 258] (s. ἀντιπάσχω), τό, die Vergeltung, Wechselwirkung, das umgekehrte Verhältniß, Arist. Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπεπονθός: ἴδε ἐν λ. ἀντιπάσχω. - Ἐπίρρ. -θότως Ἀρχιμ. ἐπιπέδ. ἰσορροπ. 1. 7, καὶ οὐσιαστ. -πεπόνθησις, ἡ, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 75.
Greek Monolingual
το (Α)
βλ. αντιπάσχω.