ἀποφεύγω: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(T22) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(participle in L T Tr WH; Winer's Grammar, 342 (321)); 2nd aorist ἀπεφυγον; (from ([[Homer]]) batrach. 42,47 [[down]]); to [[flee]] from, [[escape]]; [[with]] the accusative, L T [[wrongly]] [[put]] a comma [[after]] ἀποφεύγοντας (Winer s Grammar, 529 (492))), 20; [[with]] the genitive, by [[virtue]] of the preposition (Buttmann, 158 (138); Winer's Grammar, § 52,4, 1c.), 2 Peter 1:4. | |txtha=(participle in L T Tr WH; Winer's Grammar, 342 (321)); 2nd aorist ἀπεφυγον; (from ([[Homer]]) batrach. 42,47 [[down]]); to [[flee]] from, [[escape]]; [[with]] the accusative, L T [[wrongly]] [[put]] a comma [[after]] ἀποφεύγοντας (Winer s Grammar, 529 (492))), 20; [[with]] the genitive, by [[virtue]] of the preposition (Buttmann, 158 (138); Winer's Grammar, § 52,4, 1c.), 2 Peter 1:4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἀποφεύγω]])<br /><b>1.</b> [[κρατιέμαι]] [[μακριά]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[διαφεύγω]], διασώζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλάσσομαι, αθωώνομαι<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) [[γεννώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
fut.
A -φεύξομαι Pl.Ap.39a; -οῦμαι Ar.Av.932: pf. -πέφευγα X.An.3.4.9, etc.:—flee from, escape, c.acc., Batr.42,47; σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει Thgn.1159; τὴν πεπρωμένην μοῖραν Hdt.1.91; τὴν μάχην Id.5.102; κῆρα S.Ph.1166 (lyr.), cf. Pl.Ap.30a; νόσον D.28.15; ἀ. ἐκ τῶν πλησίον κωμῶν X.An.3.4.9; ἐς Νίσαιαν Th.1.114: rarely c. gen., ἀ. τῆς φθορᾶς 2 Ep.Pet.1.4: c. inf., auoid, λέγειν Phlp. in Ph.617.14: abs., get safe away, escape, Hdt.1.1, 9.102, etc.; go free, of manumitted slaves, IG2.786, al. II as law-term, ἀ. πολλὸν τοὺς διώκοντας Hdt.6.82; τινά And.1.123; φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ar.Nu.167, cf. 1151; γραφάς Antipho 2.1.16; εὐθύνας Pl.Lg.946d: c. dupl. acc. pers. et rei, ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας ἅς μοι ἐνεκάλουν D.40.19. 2 abs., get clear off, be acquitted, opp. ἁλίσκομαι, Hdt.2.174, Pl.Ap.35c, D.18.103; κἂν . . εἰσέλθῃ φεύγων οὐκ ἀποφεύγει Ar.V.579. 3 of a woman in child-birth, bring to birth, ἀ. τὸ παιδίον ἐν τῷ τόκῳ Hp.Mul.1.25; also ἀ. τοῦ παιδίου ib.33: intr., ἢν τὰ ὕστερα μὴ δύνηται ἀποφυγεῖν Id.Nat.Mul. 56.
German (Pape)
[Seite 334] (s. φεύγω), 1) entfliehen, ὕβριν Pind. P. 11, 56; τοὺς ἐπιδιώξαντας Her. 6, 104; κῆρα Soph. Phil. 1151; νόσον Plat. Tim. 44 c, u. so öfter, auch absol., wie Folgde (vgl. ἀποδιδράσκω). – 2) vor Gericht freigesprochen werden, loskommen, Ggstz ἁλίσκομαι Her. 2, 174; Plat. Apol. 35 c; oft bei Rednern, z. B. Andoc. 4, 8; τὴν δίκην, τὰς εὐθύνας, Plat. Apol. 38 d Legg. XII, 946 d; mit doppeltem accus., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας, ἅς μοι ἐνεκάλουν Dem. 40, 19. – 3) τοῦ ἐμβρύου, παιδίου, das Kind in der Geburt loswerden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι καὶ ποιητ. -οῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 932: πρκμ. -πέφευγα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9, κτλ. Ἐκφεύγω ἀπὸ τινος, διαφεύγω, μετ’ αἰτ., Βατραχομ. 42, 47, Θέογν. 1159, Ἡρόδ. 1. 1, 91, κλ.· τὴν μάχην ὁ αὐτ. 5. 102· κῆρα Σοφ. Φ. 1166, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολλ. 39 Α· νόσον Δημ. 840. 8· ἀπ. ἐκ τόπου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 9· εἰς τόπον Θουκ. 1. 114· σπάνιον μετὰ γεν., ἀπ. τῆς φθορᾶς Ἐπιστ. Πέτρ. Β΄, α΄, 4: - ἀπολ., κατορθώνω νὰ διαφύγω, ἐκφεύγω σῶος, Ἡρόδ. 9. 102 ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀπαλλάσσομαί τινος, ἀπέφυγε τοὺς διώκοντας ὁ αὐτ. 6. 82, πρβλ. Ἀνδοκ. 16.17· φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 167. πρβλ. 1151· γραφὴν Ἀντιφῶν 115. 25· εὐθύνας Πλάτ. Νόμ. 946D· μετὰ διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἀπέφυγον αὐτοὺς τὰς δίκας Δημ. 1014. 8. 2) ἀπολ., ἐπίσης ἀπαλλάττομαι, ἀθῳώνομαι, Λατ. fugere judicium, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἁλίσκομαι, Ἡρόδ. 2. 174, καὶ Ἀττ.· κἄν… εἰσέλθῃ φεύγων, οὐκ ἀποφεύγει Ἀριστοφ. Σφ. 579.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποφεύξομαι;
1 échapper à, se soustraire à, acc. ; abs. sortir sain et sauf;
2 t. de droit ἀπ. τοὺς διώκοντας HDT se tirer d’une poursuite judiciaire, càd être acquitté ; abs. être acquitté.
Étymologie: ἀπό, φεύγω.
English (Slater)
ἀποφεύγω
1 escape from, avoid τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; (τίς Homan: εἴ τις codd.) (P. 11.56)
Spanish (DGE)
I 1huir, escapar de c. ac. κῆρα S.Ph.1166, ἄταν E.Io 1241, γῆρας E.Or.631, γραῖαν ... σαπράν Ar.Th.1024, τὸ αἰσχρόν E.Io 1526, νόσον Pl.Ti.44c, D.28.15, θάνατον Pl.Ap.39a, τὰς κύνας X.Mem.3.11.8
•en aor. lograr escapar de, conseguir evitar tb. c. ac. αἰνὰν ὕβριν Pi.P.11.56, τὴν ... μοῖραν Hdt.1.91, ὄλεθρον E.IT 871, κακὴν ... ἀϋτήν Batr.42, δόξας καὶ νόμους Plu.2.101a, τὰ μιάσματα τοῦ κόσμου 2Ep.Petr.2.20
•rehusar, evitar σοφίην Thgn.1159, με Ar.Au.351, αὐτό (las relaciones sexuales), Pl.R.329c
•rechazar ἀρχήν PRyl.77.39 (II d.C.)
•c. dat. zafarse ἀποφεύγειν μοι πειρᾷ X.Oec.2.14
•c. prep. escapar, huir a veces c. indicación de lugar de dónde ἐξ αὐτῶν Th.8.35, ἐκ τῶν πλησίον κωμῶν X.An.3.4.9, ἐκ τῆς ἀρρωστίας D.L.8.80, ἐκ τοῦ πράγματος ... ἐπὶ τὸν ... λόφον X.HG 7.1.17, ἐς Νίσαιαν Th.1.114, εἰς τὴν ἄκραν X.An.7.1.20
•c. gen. librarse de θανάτου X.HG 1.3.19, de las naves enemigas, X.HG 6.2.35, τῆς ... φθορᾶς 2Ep.Petr.1.4, δάκνοντος ἐμεῖο Batr.47
•c. inf. evitar τὸ μὴ πίτνειν S.OC 1739, λέγειν Phlp.in Ph.617.14
•abs. escaparse ref. a situaciones de peligro, Hdt.1.1, X.An.6.3.7, D.P.Au.3.12
•en v. med. ponerse en fuga ἐν τούτοις ἀποφεύξεται πᾶς φίλος LXX Si.22.22.
2 medic. parir τοῦ παιδίου Hp.Mul.1.33, τὸ παιδίον Hp.Mul.1.25
•echar, expulsar ἢν τὰ ὕστερα μὴ δύνηται ἀποφυγεῖν si no puede expulsar las parias (o placenta) Hp.Nat.Mul.56
•abs. librarse del feto Hp.Mul.1.25.
II jur. escapar a una condena, quedar absuelto, librarse δίκην Ar.Nu.167, Pl.Ap.38d, D.21.90, αἰτίαν Gorg.B 11a.27, Th.3.13, cf. D.23.94, 40.19, (τὴν γραφήν) Antipho 2.1.6, Μέλητον ... ἀποπέφευγα por τὴν ἀπὸ M. γραφήν Pl.Ap.36a, ξενίας (sc. γραφήν) ἀποφυγεῖν quedar libre del cargo de extranjería Poll.3.57, τὰς διώξεις Antipho 2.3.6, φονικὴν αἰτίαν Philostr.VS 587, τοὺς διώκοντας Hdt.6.82, εὐθύνας Pl.Lg.946d
•abs. Democr.B 159, Hdt.2.174, Ar.V.579, 997, D.18.222, 22.7, 25.39, D.C.60.29.4.
English (Strong)
from ἀπό and φεύγω; (figuratively) to escape: escape.
English (Thayer)
(participle in L T Tr WH; Winer's Grammar, 342 (321)); 2nd aorist ἀπεφυγον; (from (Homer) batrach. 42,47 down); to flee from, escape; with the accusative, L T wrongly put a comma after ἀποφεύγοντας (Winer s Grammar, 529 (492))), 20; with the genitive, by virtue of the preposition (Buttmann, 158 (138); Winer's Grammar, § 52,4, 1c.), 2 Peter 1:4.
Greek Monolingual
(AM ἀποφεύγω)
1. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι
2. αρνούμαι να κάνω κάτι
3. διαφεύγω, διασώζομαι
αρχ.
1. απαλλάσσομαι, αθωώνομαι
2. (για γυναίκες) γεννώ.