ἀπότευγμα: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(big3_6)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[fallo]], [[desacierto]], [[fracaso]], [[ἀπότευγμα]] δὲ ὁτιοῦν ἀτυχίαν κρίνειν μεγάλην pero que cualquier fallo lo juzgan una gran desgracia</i> Arist.<i>VV</i> 1251<sup>b</sup>20, [[ἀπότευγμα]] <i>formido</i> e.e. temo el fracaso</i> Cic.<i>QF</i> 3.2.2, cf. <i>Att</i>.298.1, ἀλλοτρίων ἀποτευγμάτων ... δίδασκαλία D.S.1.1, [[ἀπότευγμα]] τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου fallo de la naturaleza humana</i> M.Ant.4.49, ἐπιτεύγματα καὶ ἀ. Phld.<i>Rh</i>.2.119Aur., cf. 2.131Aur., op. κατορθώματα Phld.<i>Vit</i>.p.35, cf. Plu.2.468a.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[fallo]], [[desacierto]], [[fracaso]], [[ἀπότευγμα]] δὲ ὁτιοῦν ἀτυχίαν κρίνειν μεγάλην pero que cualquier fallo lo juzgan una gran desgracia</i> Arist.<i>VV</i> 1251<sup>b</sup>20, [[ἀπότευγμα]] <i>formido</i> e.e. temo el fracaso</i> Cic.<i>QF</i> 3.2.2, cf. <i>Att</i>.298.1, ἀλλοτρίων ἀποτευγμάτων ... δίδασκαλία D.S.1.1, [[ἀπότευγμα]] τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου fallo de la naturaleza humana</i> M.Ant.4.49, ἐπιτεύγματα καὶ ἀ. Phld.<i>Rh</i>.2.119Aur., cf. 2.131Aur., op. κατορθώματα Phld.<i>Vit</i>.p.35, cf. Plu.2.468a.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπότευγμα]], το (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />η [[αποτυχία]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότευγμα Medium diacritics: ἀπότευγμα Low diacritics: απότευγμα Capitals: ΑΠΟΤΕΥΓΜΑ
Transliteration A: apóteugma Transliteration B: apoteugma Transliteration C: apotevgma Beta Code: a)po/teugma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A failure, Arist.VV1251b20, Phld.Rh.1.67S., Vit.p.35J., D.S.1.1, Cic.Att.13.27.1, etc.

German (Pape)

[Seite 330] τό, das verfehlte Unternehmen, unglücklicher Ausgang, Cic. fam. 9, 21 Att. 13, 27 D. Sic. 1, 1 Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότευγμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ κακ. 7.5, Διόδ. 1. 1, Κικ. π. Ἀττ. 13. 27.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fallo, desacierto, fracaso, ἀπότευγμα δὲ ὁτιοῦν ἀτυχίαν κρίνειν μεγάλην pero que cualquier fallo lo juzgan una gran desgracia Arist.VV 1251b20, ἀπότευγμα formido e.e. temo el fracaso Cic.QF 3.2.2, cf. Att.298.1, ἀλλοτρίων ἀποτευγμάτων ... δίδασκαλία D.S.1.1, ἀπότευγμα τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου fallo de la naturaleza humana M.Ant.4.49, ἐπιτεύγματα καὶ ἀ. Phld.Rh.2.119Aur., cf. 2.131Aur., op. κατορθώματα Phld.Vit.p.35, cf. Plu.2.468a.

Greek Monolingual

ἀπότευγμα, το (Α) αποτυγχάνω
η αποτυχία.