ἀρχαιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6_8)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχαιοειδής''': -ές, ὁ τὸ [[εἶδος]] [[ἀρχαῖος]], [[ἀρχαϊκός]], φεύγειν δεῖ τὸ ἀρχαιοειδὲς καὶ τοῦ ἤθους καὶ τοῦ ῥυθμοῦ Δημ. Φαλ. 245.
|lstext='''ἀρχαιοειδής''': -ές, ὁ τὸ [[εἶδος]] [[ἀρχαῖος]], [[ἀρχαϊκός]], φεύγειν δεῖ τὸ ἀρχαιοειδὲς καὶ τοῦ ἤθους καὶ τοῦ ῥυθμοῦ Δημ. Φαλ. 245.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρχαιοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται σαν [[αρχαίος]] ή σαν [[παλαιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]).
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιοειδής Medium diacritics: ἀρχαιοειδής Low diacritics: αρχαιοειδής Capitals: ΑΡΧΑΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: archaioeidḗs Transliteration B: archaioeidēs Transliteration C: archaioeidis Beta Code: a)rxaioeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A old-fashioned, archaic, Demetr.Eloc.245.

German (Pape)

[Seite 364] ές, alterthümlich aussehend, Demetr. Phal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιοειδής: -ές, ὁ τὸ εἶδος ἀρχαῖος, ἀρχαϊκός, φεύγειν δεῖ τὸ ἀρχαιοειδὲς καὶ τοῦ ἤθους καὶ τοῦ ῥυθμοῦ Δημ. Φαλ. 245.

Greek Monolingual

ἀρχαιοειδής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν αρχαίος ή σαν παλαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -ειδής < είδος).