βαρύστομος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰρύστομος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[de grave corte]], [[βουπλήξ]] Opp.<i>H</i>.4.481, en plu., Opp.<i>H</i>.5.152.<br /><b class="num">2</b> [[de palabra ruda]], [[muy grosero]] β. ὄξέϊ μύθῳ ἤκαχε Ληλάντοιο πάϊς Nonn.<i>D</i>.48.420.<br /><b class="num">3</b> dud. [[de pronunciación fuerte]] de la primera sílaba de ‘φηγόν’ Phld.<i>Po</i>.B12.4. | |dgtxt=(βᾰρύστομος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[de grave corte]], [[βουπλήξ]] Opp.<i>H</i>.4.481, en plu., Opp.<i>H</i>.5.152.<br /><b class="num">2</b> [[de palabra ruda]], [[muy grosero]] β. ὄξέϊ μύθῳ ἤκαχε Ληλάντοιο πάϊς Nonn.<i>D</i>.48.420.<br /><b class="num">3</b> dud. [[de pronunciación fuerte]] de la primera sílaba de ‘φηγόν’ Phld.<i>Po</i>.B12.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαρύστομος]], -ον (AM)<br />αυτός που δυσκολεύεται στην [[ομιλία]], [[βραδύγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εκστομίζει [[βαριά]] [[λόγια]]<br /><b>2.</b> αυτός που προφέρεται δύσκολα<br /><b>3.</b> (για όπλο) [[εκείνος]] που κόβει [[βαθιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A heavy in pronunciation, of the first syllable of σκῆπτρον, Phld.Po.2.14 (dub.). 2 of heavy, i.e. abusive, mouth, Nonn.D.48.420. 3 of a weapon, cutting deeply, Opp.H.4.481.
German (Pape)
[Seite 435] 1) schwer, tief einschneidend, βουπλήξ Opp. H. 4, 481; a. sp. D. – 21 schmähend, Nonn. D. 48, 420.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύστομος: -ον, ὁ ἔχων βαρύ, δηλ. κακόλογον στόμα, Νόνν. Δ. 48. 420. 2) ἐπὶ ὅπλου, ὁ βαθέως κύπτων, βουπλήξ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 481.
Spanish (DGE)
(βᾰρύστομος) -ον
1 de grave corte, βουπλήξ Opp.H.4.481, en plu., Opp.H.5.152.
2 de palabra ruda, muy grosero β. ὄξέϊ μύθῳ ἤκαχε Ληλάντοιο πάϊς Nonn.D.48.420.
3 dud. de pronunciación fuerte de la primera sílaba de ‘φηγόν’ Phld.Po.B12.4.
Greek Monolingual
βαρύστομος, -ον (AM)
αυτός που δυσκολεύεται στην ομιλία, βραδύγλωσσος
αρχ.
1. εκείνος που εκστομίζει βαριά λόγια
2. αυτός που προφέρεται δύσκολα
3. (για όπλο) εκείνος που κόβει βαθιά.