βορβόρωσις: Difference between revisions

7
(big3_9)
(7)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ medic. [[borborigmo]] Archig. en Aët.9.40.
|dgtxt=-εως, ἡ medic. [[borborigmo]] Archig. en Aët.9.40.
}}
{{grml
|mltxt=[[βορβόρωσις]], η (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[βρόμισμα]] με βόρβορο<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[βορβορυγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[βορβόρωσις]] λόγω της σημασίας του συνδέεται με το [[βορβορύζω]], ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. <i>βορβορῶ</i> (-<i>όω</i>) («[[λερώνω]] με βόρβορο, [[βρομίζω]]»). Εξάλλου το μσν. [[βορβόρωσις]] <span style="color: red;"><</span> <b>(ρ.)</b> <i>βορβορώ</i>).
}}
}}