βροτοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que acecha a los mortales]] epít. de las Erinis, A.<i>Eu</i>.499. | |dgtxt=-ον<br />[[que acecha a los mortales]] epít. de las Erinis, A.<i>Eu</i>.499. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βροτοσκόπος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που παρατηρεί ή παρακολουθεί τους θνητούς και τις πράξεις τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A taking note of man, Ερινύες A.Eu.499 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
βροτοσκόπος: -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui surveille les mortels.
Étymologie: βροτός, σκέπτομαι.
Spanish (DGE)
-ον
que acecha a los mortales epít. de las Erinis, A.Eu.499.
Greek Monolingual
βροτοσκόπος, -ον (Α)
εκείνος που παρατηρεί ή παρακολουθεί τους θνητούς και τις πράξεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -σκοπος < σκοπός.